Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Την ώραν, οπού πέφτανε τα μάγια στην οβίρα, Κι’ έπλεαν άλλα στο νερό, σα να είτανε σκουπίδια, Κι’ άλλα βυθίζονταν σιγά στον άπατο βυθό της, Αρχίνησε ένα χούχλασμα, μια ταραχή μεγάλη, Που βούιζεν ο φάραγγας πέρα και πέραν όλος.... Τα μάγια ανακατόνονταν και τάδερναν οι χούχλοι, Σαν τα σκουτιά η νεροτροβιά, που μέσα της δουλεύει, Και πότε φαίνονταν ψηλά στους χούχλους ν’ αναιβαίνουν, Και πότε χάνονταν βαθυά στο βύθο της οβίρας.
Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80 κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη. και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση. και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε•
Εγώ ευθύς με το μαχαίρι έσχισα το δέρμα και το όρνεον βλέποντάς με έφυγε· τότε θεωρώντας ολόγυρα είδα το χρυσούν εκείνο παλάτι ως μου είπον και περιπατώντας ολίγον έφθασα εις την θύραν του και άρχισα να θεωρώ ένα προς ένα τα όσα αξιοθαύμαστα πράγματα έβλεπα εκεί· και εμβαίνοντας μέσα εις την αυλήν, όλην λιθοπόρφυρον, είδον μίαν σκάλαν από μάρμαρον λευκότατον και αναβαίνοντας επάνω εις διάφορα ανώγεα, εστρωμένα με πολύτιμα στρωσίδια και προχωρώντας παραμέσα εις ένα αργυροκρυστάλλινον θάλαμον, εύρον σαράντα κορασίδας ωραιοτάτας τόσον, που έμεινα όλος εκστατικός, εις τοιαύτην εξαίρετον ευμορφιάν και άφωνος.
Τα μεγάλα επιθυμόντας, Περηφάνιαις κυνηγόντας, Καταντάν σε φαντασία, Που τους φέρει εις δυστυχία. Και ο κόσμος, που τους βλέπει, Τους γελάει, γιατί τους πρέπει. Η φαντασία, Σ' αυτή δε μένει, Στον κόσμόν όλο, Κι' ένα σκαλίδι Μ' αυτή τη ζάλη Αυτό κυττάζει, Ανησυχάζουν Ο κόσμος όλος, Ανώτερό του Κι' όλοι γελιούνται, Πασάνας θέλει Κι' επιζωής τους Για μεγαλεία Το δρόμο τρέχει Κοινή μωρία.
Αυτός είνε περιτριγυρισμένος από βαθύτατον χαντάκι γεμάτον νερόν το οποίον βράζει χωρίς φωτιά· και εκείθεν από το χαντάκι φαίνεται ένα έδαφος από πλάκες τζελικένιες φλογερές, που ακαταπαύστως βγάζουν άπειρες φωτιές, εις τρόπον που ο ναός φαίνεται να είναι όλος πύρινος.
Ύστερα όλες οι μέρες — τριάντα χρόνια στην αράδα — περάσανε μπροστά της ανακατωμένες, όμοιες, σα μια μέρα μεγάλη, δίχως τέλος. Ένα πράμμα μονάχα καταλάβαινε: πως η ζωή της είχε σταματήσει εκεί, δεν είχε κάνει ένα βήμα μπροστά. Όλος ο περασμένος καιρός ήτανε γι' αυτήν σα μια ξένη ζωή.
Την άνoιξιν ο κωνοειδής εύμορφος λόφος, ο άγονος το θέρος και κατάξηρος, ήτο παγκάλως εστολισμένος, ζωγραφισμένος με τόσα αγριολούλουδα, κ' ευωδίαζεν όλος ο βουνός από την νέαν του θύμου βλάστησιν.
Τοίχοι ψηλοί με πολλές σκάλες και σκαλάκια και δρομάκους και ανήφορους και χάβρα εβραίων χωρίζει το μαχαλά απ' όλη την Πάτρα απλόνεται κάτασπρη και μακριά ως τη θάλασσα με τους φαρδείς της δρόμους, τις κόκκινες στέγες των σπιτιών τις καπνοδόχες των φαμπρικών τις πλατείες της, το λιμάνι της γεμάτο καράβια, καΐκια, βαπόρια, βαρκούλες, ως το φανάρι του μώλου που αντικρύζει ψηλό κι ίσιο πέρα την ανοιχτή θάλασσα που μέσα της βουτάει όλος μεγαλείο και μεθύσι κάθε βράδι ο ήλιος καταφλογισμένος, και τη Βαράσσοβα και την Παλιοβούνα δυο βουνά, δυο τεράστιους και περήφανους βράχους ορθοκοφτούς ίσους σαν από μαχαίρι.
Τη στιγμή αυτή μου φάνηκε σα να είχα συλλογιστεί και γω το ίδιο. Όλη μου η κούραση έφυγε μεμιάς κι όλος συγκίνηση έσκυψα και της φίλησα το στόμα. Την ίδια στιγμή καθότανε η Έλσα ανασηκωμένη εκεί.
Η γη δε και αι κατοικίαι ας μοιρασθούν εις τα ίδια μέρη, και ας γίνη διά την διανομήν είς κλήρος δι' έκαστον άνδρα. Έπειτα ας διαιρεθή όλος αυτός ο αριθμός εις δύο, κατόπιν εις τρία και τέσσαρα και πέντε έως εις τα δέκα κατά σειράν. Πρέπει δε βεβαίως πας νομοθέτης τούτο τουλάχιστον να γνωρίζη περί των αριθμών, ποίος αριθμός ημπορεί να χρησιμεύση εις όλας τας πόλεις.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν