Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
— Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.
Και ένα θεοκάραβο αγκυροβολημένον κάτω εκεί, μου φαίνεται ωσάν να είναι βάρκα, και 'σάν φελλόν την βάρκα του την διακρίνω μόλις. Εδώ επάνω η βοή δεν φθάνει των κυμάτων, που σπάνουν 'ς την ακρογιαλιά και βράζουν 'ς τα χαλίκια τ' αμέτρητα κι' αναίσθητα. — Δεν ξαναβλέπω κάτω, μη μου γυρίση η κεφαλή και ζαλισθή το φως μου και πέσω κατακέφαλα! ΓΛΟΣΤ. Βάλε μ' εκεί 'πού στέκεις.
Ταλμούχ, του λέγει, εσύ είσαι ένας άνθρωπος παράξενος, που κανένα πράγμα δεν σε κάνει να γελάσης, αλλά στέκεις έτσι σοβαρός και σκυθρωπός πάντα. Και είναι σχεδόν δέκα χρόνοι, που είσαι εις την δούλευσίν μου, και ποτέ δεν σε είδα να γελάσης· τι θέλει να ειπή τούτο, και από τι προέρχεται αυτή η μελαγχολία σου;
Και να! τον είδε 200 πούστεκε, κι' είχε τους γερούς των ασπιστάδων λόχους τριγύρω, π' οχ τα Τρίκκαλα τους έφερε μαζί του. Και πάει σιμά και του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Μη στέκεις, θρέμμα τ' Ασκληπιού!
Γιατί την ιστορία την πήγες από κείνο το δρόμο ; Γιατί την ψυχή μου την περίμενες σ' εκείνη τη στροφή εκείνη τη νύχτα ; Το άστρο γιατί το γκρέμισες στο διάστημα ; Το λαό που πήγαινε γιατί τον σταμάτησες ; Πώς ξέρεις το δρόμο της καταστροφής ; Πώς βρίσκεις το μονοπάτι της σωτηρίας; Ω πέτρινη διάνοια, βουνό που στέκεις στα βάθη της Ανατολής, ω άγνοια! Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Ο βασιλεύς με όλον τούτο δεν έχασε την ελπίδα να μην εύρη κανέναν άνθρωπον χωρίς θλίψιν. Μου φθάνει να εύρω ένα μόνον, έλεγε του βεζύρη, και δεν θέλω άλλον επειδή και εσύ στέκεις στερεός πως να μην είνε τινάς. Ναι, ω βασιλεύ, απεκρίθη ο βεζύρης σου το ξαναβεβαιώνω· και είναι ανωφελείς οι ζήτησες της βασιλείας σου.
Και βρήκε του Πριάμου το γιο τον κοσμοξάκουστο στον κάμπο εκεί, όχι χάμου στρωμένο πια, μον κάθουνταν, κι' ότι είχε συνεφέρει 240 και γύρω γνώριζε ξανά, κι' ο ίδρος το ζιχούνι σταμάταε, αφού τον ξύπνησε τ' Αστράφτη πάλε η γνώμη. Και πήγε στάθηκε κοντά του Δία ο γιος και τούπε «Λεβέντη του Πριάμου γιε, πώς χώρια απ' όλους στέκεις εδώ μισόνεκρος; Σαν τι κακό σε βασανίζει;» 245
Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη! — Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!
Εκεί σιμά του στάθηκε του Δία η κόρη κι' είπε «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε· Δυσσέα, έτσι λοιπόν στα σπίτια σας, στο πατρικό σας χώμα, θα φύγετε, και στα γοργά καράβια θα ριχτείτε, 175 και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώων θενά αφίστε και του Πριάμου παίνεμα, που τόσοι εδώ στην Τροία για δάφτη Αργίτες χάθηκαν αλάργα απ' την πατρίδα; Μον τρέχα τώρα μέσα εσύ στους λόχους και μη στέκεις, κι' αμπόδιζε έναν ένανε με πειστικά σου λόγια 180 και μην αφίνεις στο γιαλό να ρήχνουν τα καράβια.»
Ήκουσε τον γέροντα όπισθέν του ασθμαίνοντα και, σύρας προς το στήθος του το σχοινίον, εκράτησε τον όνον. Ο χωρικός έσπευσε το βήμα και ήλθε πλησίον του. — Τι έπαθες, παππά μου; Τι στέκεις; — θα καταίβω ν' αναίβης συ, και όταν κουρασθώ, αλλάζομεν. — Καλέ, τι λόγος! Να καθίσω εγώ και να περιπατής εσύ! — Είσαι κουρασμένος, γέρο μου. — Εγώ κουρασμένος! Βαστούν ακόμη τα κόκκαλά μου κ' έννοια σου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν