Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Οχτώ μέρες, οχτώ νύχτες, έσκισαν τα κύματα, και με φουσκωμένα πανιά αρμένισαν για την Κορνουάλλη. Οργή γυναίκας, τρομερό πράγμα: και καθένας ας φυλάγεται. Όπου μια γυναίκα αγαπάει πειο πολύ, κει θα εκδικηθή πειο σκληρά. Γρήγωρα έρχεται η αγάπη στης γυναίκες, γρήγωρα και το μίσος. Κ' η έχθρα τους, άμα έρθη μια φορά, βαστάει πειο πολύ, παρά η αγάπη.
Κι' εκιός τον καστρομαχητή γιο του Πηλιά σαν είδε, 550 στέκει, κι' ο νους του ανάδεβε πολλά ενώ καρτερούσε «Ωχού μου, αν πάρω δρόμο ομπρός στο φοβερό Αχιλέα πέρα όπου σκόρπιοι φέβγουνε κι' οι άλλοι, τότες κι' έτσι με πιάνει σα δειλό κιοτή και το λαιμό μού κόβει. 555 Μα αφτούς στο έλεός του εδώ αν τους αφίσω μόνους, κι' αλάργα απ' το καστρότειχο το βάλω εγώ στα πόδια μέσα απ' τον κάμπο, ως που να βγω απάνου εκεί ως στης Ίδας τις πυκνοδέντρωτες πλαγιές και στα λογγά τρυπώσω, τότες το βράδυ λούζουμαι στα κρύα νερά, και πίσω 560 γυρνάω στη χώρα δροσερός, τον ίδρο ξεπλυμένος ... Μα τι τα θέλει κι' όλα αφτά τ' ανασκαλέβει ο νους μου; Μήπως στον κάμπο οχ το καστρί με δει πως αλαργέβω, και με τσακώσει με γοργό ποδάρι κυνηγώντας· τι τότες πια από θάνατο και χάρο δε γλυτώνω, 565 τι δύναμη ίση σαν κι' αφτόν θνητός κανείς δεν έχει.
Και μέσα σε τρία χρόνια μια αμοιβαία τρυφερότης μεγάλωσε μέσ' της καρδιές τους. Την ημέρα ο Τριστάνος ακολουθούσε τον Βασιληά στης δίκες ή στο κυνήγι, και τη νύχτα, καθώς κοιμώτανε στο Βασιλικό θάλαμο μαζύ με τους πιστούς και τους σπιτικούς, αν ο Βασιληάς ήτανε λυπημένος, έπαιζε με την άρπα για να γλυκάνη τη θλίψι του.
Κένταγε κι’ ωριοκένταγε με χάρη και με γνώση Δυο άσπρα σπίτια τρίπατα μ’ αυλές και με παραύλια, Με τοίχους μαρμαρόχτιστους, με μαρμαρένιες σκάλες, Και παραθύρια με γυαλιά και γυάλινους εξώστες, Τώνα στα πόδια του Χριστού, τ’ άλλο στης Παναγίας... Το πρώτον είταν του Γαμπρού, το δεύτερο της Νύμφης, Γεμάτα κόσμο και τα δυο κι’ από χαρά γεμάτα, Και στες πλατύχωρες αυλές χορούς και πανηγύρια, Και ψησταριές μ’ αμέτρητα κριάρια σουβλισμένα.
Ο Θύρσις απ' την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι· Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, πού κ' οι Νύμφες; Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια; Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.,
Θα με θρέψη της πατρίδας ταγέρι ως το ταχύ. Κι αποκοιμήθηκε στην ακρογιαλιά, δίπλα στης θάλασσας το νανούρισμα, μαγεμένος ο νους του με τις μύριες εικόνες που τις ανιστορούσε όλες εκείνες τις ώρες. Δεν τα ξανάνοιξε πια τα βαρεμένα του μάτια ο γέρος.
Μαζύ με το αξίωμα, πρέπει να φυλαχθώ απ' τον καθένα ισχυρό πούχει στο λόγο δύναμι• γιατί αυτά, πατέρα μου, στους άρχοντες συμβαίνουν: όπου εκείνοι έχουνε αξίωμα στης πόλεις, μεγάλο βρίσκουν πόλεμον από τους αντιζήλους.
Άναβαν, έκαιαν, σπίθες ολόθερμης επιθυμίας επετούσαν τα μάτια τους. Γλαρά, φλογισμένα, γυαλιστερά ελαμποκοπούσαν στης ξυπνισμένης σάρκες την καφτερή τη λάβρα, στου ξαναμένου πόθου το πύρινο καμίνι. Οι λιμοκοντόροι ξετρελάθηκαν μαζί της. Τα γεροντοπαλήκαρα όλους στη λύσα ξαπερνούσαν. Μανιασμένοι γερόλυκοι! Έτρεμαν τα χείλια τους. Έτρεμαν τα χέρια τους. Έτρεμαν τα ποδάρια τους.
Ω σεις, Νεφέλες πολυτιμημένες, εδώ 'ς αυτόν ελάτε να δειχθήτε, είτε στης ιερές και χιονισμένες της κορυφές του Ολύμπου κατοικείτε, — ή με της Νύμφες στήνετε χορό στους κήπους του Ωκεανού πατέρα, — είτε στο Νείλο βγάζετ' εκεί πέρα με της χρυσές υδρίες σας νερό—, ή στη Μαιώτι λίμνη κατοικείτε, — του Μίμαντος την πέτρα την ψυχρά — ακούστε τη θυσία, και δεχθήτε ευχάριστα τα λόγια τα ιερά.
Ώ, που με της εφτάφωνης κιθάρας το άψυχο το κέρας τραγουδάς τους ύμνους τους αρμονικούς στης μούσες, γυιέ της Λητούς! σε σένα θα μιλήσω: ήλθες 'ς εμέ με τα χρυσά μαλλιά σου αστράφτοντας, όταν εγώ τα στήθια εστόλιζα με κίτρινα λουλούδια, όμοια με τα χρυσά φορέματά μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν