Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Άλλος δεν ήτανε γύρω απ' τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Εληά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεββατιού, κρατώντας κι' αυτή την ανάσσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, πούχε πλακώσει το σπίτι. Ο Γιώργης εβάρυνε... Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κ' έφευγε κουνώντας το κεφάλι του.
Το μουλάρι θα τρόμαξε βέβαια από τον αλλόκοτο αναβάτη, αλλά και με τέτοια μανία το κτυπούσε ο καταχανάς με τη ξιφολόγχη, που το ζώον άρχισε να τρέχη σαν τρελλό. Ο καταχανάς όμως στεκότανε καλά στο σαμάρι. Κατόπιν του έτρεξε κένα πλήθος, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι τον κεφαλοχωρίου. Άλλοι από συγγενικό ενδιαφέρο, άλλοι από περιέργεια κένας από συμφέρο. Ο χωρικός πούχε το μουλάρι. Αυτός πήγαινε πρώτος.
Έτσι αφτοί πήγαν κι' οι διο στον Άδη. Και τον Οφέλτη ο Βρύπυλος σκοτώνει και το Δρήσο, 20 κι' έπειτα ορμάει τον Αίσηπο και Πήδασο να πιάσει, πούχε η νεράιδα Αβάρβαρη μια μέρα κανωμένους με το λεβέντη Βουκολιό. Αφτός του Λαομέδου ο πιο μεγάλος είταν γιος, κρυφά ξεγεννημένος, και τάψησε όξω στη βοσκή με τη χρυσή νεράιδα, 25 κι' εκείνη αγόρια δίδυμα γκαστρώθηκε και κάνει.
Και τα προχτές σαν ήρθε η θεια Ελέγκω μονάχη σου της τόπες. Δεν λέω αλήθεια ; Νά που γελάς κ' η ίδια ! γελάς, έ;! Μα της Βεργινίας το πρόσωπο καθεμέρα γινόταν πιο άσπρο, πιο διάφανο. Κάτι γούβες γαλάζιες φανήκανε στα μηλίγγια. Τα μάτια της από κάτω ήτανε μαύρα προς το μενεξελύ, σα χτυπημένα, τα βλέφαρα με πρισμένους γύρους βυσσινιούς κι αυτά ήταν τα μόνα χρώματα πούχε απάνω της.
Άντρας και γυναίκα πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι' οι τρεις αγκαλιασμένοι, και σε λίγο, κάθησαν κι' οι τρεις στο τραπέζι και γιώρτασαν μαζύ τα Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγενα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά. Μια φορά κι' έναν καιρό είταν ένας πατέρας, πούχε ένα μοναχοπαίδι και τ' αγαπούσε καλύτερα απ' όλον τον κόσμο.
Βάρεσε τότες τ' αλόγα τα τρέξουν· και πετούσαν 45 με ζήλο ανάμεσα της γης και τ' ουρανού τ' αστρένιου. Έτσι ήρθε στη μυριόπηγη κυνηγοβόσκητη Ίδα, στο Ξάγναντο, πούχε κλησιά, βωμό μοσκαχνισμένο· εκεί τα ζα του ξέζεψε απ' το πανώριο αμάξι, τάδεσε και με ένα πυκνό τα σκέπασε σκοτάδι. 50 Έκατσε απέκει στην κορφή δοξοκαμαρωμένος, και μια την Τροία κοίταζε μια το καραβοστάσι.
Και τους λαχνούς ο Έχτορας κουνούσε τηρώντας πίσω· κι' αλαφρός του Πάρη πήδησ' όξω. 325 Κάθουνται τότες στη σειρά οι άλλοι, εκεί καθένας πούχε αφισμένα τ' άρματα, τα πίλαλά του ζώα. Κι' εκείνος βάζει στο κορμί την πλούσια αρματωσά του, της ομορφόμαλλης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, 330 πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.
Έχετ' αιθέρα -είπε με μια φωνή βραχνή σα ραϊσμένο πιθάρι- Έσταξε λίγο αιθέρα μες το ποτήρι με το νερό που βρισκόταν εκεί δα από πρωτύτερα που τόχε φέρει η Λιόλια και προσπάθησε να της δώσει να πιή, ανασηκώνοντας της το κεφάλι. -Δεν καταπίνει !-Ένα κουταλάκι μικρή!-και της έρριξε από λίγο μες το στόμα.-Έχει κτυπήσει και στο κεφάλι, είπε, δείχνοντας ένα πρασινωπό καρύδι πούχε φανή άξαφνα, λίγο αιματωμένο, απάνω απ' ταριστερό μηλίγγι της. Βάλ’ ένα παννάκι βρεμμένο εδώ πάνω !-έγνεψε της Λιόλιας.
Αρχίζει πάλ' ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του, Και μέσ' απώνα σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνε Όπου ξεφύτρωνε πουλί πούχε διπλό κεφάλι... Πλατειά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμη Βαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγει Στεφανωμένονε Σταυρό. Ολόγυρά του αχτίδαις Και ξημερώματα γλυκά, και ξαστεριά και λάμψη...
Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση, την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κι όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδηση, την συνέφερα εγώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν