United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Μετά το σεισμό, πούχε γκρεμίσει τα τρία τέταρτα της Λισσαβώνας, οι σοφοί του τόπου δεν μπόρεσαν να βρουν άλλο μέσο πιο αποτελεσματικό για να προλάβουν την τέλεια καταστροφή από το να δώσουν στο λαό ένα ωραίο άουτο-ντα-φε.

Όσο να με πάρη ο ύπνος, έρριχνα τα μάτια μου 'ςτά ντυμένα βουνά του Δρύσκου και του Βασταβετσιού αντίπερα, όπου τα σκέπαζε μια αγανή καταχνιά γαλάζια, άκουα τους εύθυμους τραγουδιστάδες του καλοκαιριού, τους ζιζικάδες, παρέβαλλα τους ήχους όπ' έρχονταν από τα πέντε τσοκάνια των μουλαριών, κ' εκύτταζα μια κόκκινη πλουμιστή πασχαλίτσα, που κολλημένη απάνουένα κίτρινο αγριολούλουδο, πούχε ανθίσει ανάμεσα 'ςτά χορτάρια και 'ςτά περιπλοκάδια του παλιού τοίχου, βύζανε το γλυκό χυμό του.

Εκόλλησε το χλωμό πρόσωπό του στο σιδερόφραχτο φεγγίτη μπροστά, και μας άφισε τον υστερνό χαιρετισμό·Έχετε γεια, ωρ' αδέρφια! Καλή κοινωνία, ωρές παιδιά! είπε κ' εροβόλησε περίχαρος τη σάπικη σκάλα του Ένα και του Τέσερα . Του Ψυχομάνη τάγρια μάτια αστραποβόλησαν στη φωνή, κατά την πόρτα, πούχε χαθή πίσωθέ της του Καναβιού η ολόχαρη μορφή. Ξανάτριξε τόρα τα δόντια με λύσα, από μέσα.

Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ' αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ' αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη.

Άρχισε να ξεκρεμάη από τον τοίχο την παλιοκασέλα του· να ξεκαρφώνη το πρόσθετό της σουρτάρι αποκάτου. Εμάζεψε μια παλιοβελέντζα πούχε ψιριάρικη ο μάβρος· εδίπλωσε μέσα της μισό φύλλο φουστανέλα λιγδερή, πούχε απομείνει κουρελιασμένη· επέρασε το μουχλιασμένο του σελάχι, εσυγυρίστηκε καλά, κ' ήταν έτοιμος.

Και σάμπως να χαλάρωνε ολοένα κάποιο δέσιμο πούχε σφιχτοζώσει την ψυχή τους, μια γαλήνη ξαστέρωνε τα πρόσωπα τους, τα μάτια τους ανοίγανε διάπλατα και λαμπερά και πηγαίνανε νακκουμπήσουν το φως τους, γλυκασμένο, ολόγυρα: στους κοκκινοφλέβηδες βράχους των λατομείων που στέκονταν εκεί με τις γνώριμες τους φυσιογνωμίες, σα φίλοι που περιμένουν, και τους βλέπανε νάρχωνται από μακριά. . στις ασβεστωμένες μάντρες με τις ρεκλάμες για γάντια και καπέλλα και κάλτσες πλεχτές που ξεφωνίζανε βουβά με θεόρατα γράμματα μες τη σιγαλιά του βουνού και της κάψας. . στα χορταράκια του δρόμου που γλυκοζούσαν κρυμμένα μες τις πέτρες. . στα μαυρισμένα τα καμίνια. . . Όπως τα καμίνια που ταφήναν πίσω τους, έτσι κάτι μαύρο μέσα τους ξεμάκραινε, απόμενε πίσω, σα να μην είχε δύναμη να τους ακολουθήση παραπέρα προς το φως το ξέχυτο και τα λουλούδια. . . . . Κ' έξαφνα μπροστά τους άπλωσαν οι καταπράσινοι κάμποι της Καλλιθέας με τα μυριόχρωμα λουλούδια!

Από παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ' ακόμα πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κ' έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Μαχώ» — της μοναχοκόρης του τόνομα — , δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. Ο Στρατής το Στοιχειό με τόνομα.

Κατόπι το δίπλονε πάλε με μεγάλη έγνοια και το ξανάβαζε στη μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφικού της του φεσιού με τα χρυσά τα τέλια, πούχε μέσα στη χιλιοπλουμισμένη της την κασσέλλα.

Τo μωρό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, χωρίς να βγάζη σχεδόν φωνή, σα μια κούκλα πούχε χαλάσει ο μηχανισμός της.