Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Κι' ομπρός ομπρός διο στέκουνταν μ' τ' άρματά τους άντρες, ο δοξασμένος Πάτροκλος κι ο άξιος Αφτομέδος, διο μ' έναν πόθο, ολόμπροστα να θανατώνουν Τρώες. 220 Ωστόσο του Πηλέα ο γιος γυρίζει στην καλύβα κι' ανοίγει εκεί το σκέπασμα κουτιού πλουμουδισμένου, που η αργυρόποδη θεά του τόχε βάλει, η Θέτη, να πάρει μες στο πλοίο του, καλά στοιβάζοντάς το με φλοκοπέφκια, ρουχικά, κι' ανεμοκόφτρες κάπες.
Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι• και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο, απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους. και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'που 'ς το πλοίο 465 εφθάσαμεν• εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν, όσους δεν πήρε ο θάνατος• τους άλλους εθρηνούσαν. αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν. κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. 470 και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, λόγους εγώ 'ς τον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα• «Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, 475 οπ' άγρια τόσο του 'φαγες 'ς το σπήλαιο τους συντρόφους• αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου• σκληρέ, πώφαγες άφοβα 'ς την σκέπη σου τους ξένους, κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων».
Κάτω στα νερά μονοπάτι φιδωτό έδενε τ' αντίθετ' ακρογιάλια, σαν να εμαρμάρωσε πλοίο παραμυθιού τη γραμμή του πίσω, είτε θαλασσινοί Θεοί εχάραξαν εκεί σύνορο στα υγρά κράτη τους. Μα εγώ ούτε το σύνορο ούτε τα ρέματα έβλεπα. Εξακολουθούσα πάντα να προσθέτω με τον κόχυλα και την καμπάνα μου βουή και κλάγγασμα στον αλλαλαγμόν εκείνον και τον θρήνο. — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!...
Κι ήβραν αφτόν που κάθουνταν κοντά σ' ένα καλύβι και πλοίο του, ουδέ χάρηκε μπροστά του σαν τους είδε. 330 Μα εκείνοι ομπρός στον αρχηγό με δείλια και με σέβας σταθήκανε, ουδέ τούκραιναν κι' ουδέ τον χαιρετούσαν. Μα αφτός στο νου του τόνιωσε γιατί ήρθαν και τους είπε «Καλό στους κράχτες, των θεών κι' αντρών μαντατοφόρους!
Κι' άδραξε τότε ο Έχτορας πελαγοδρόμο πλοίο 704 πανώριο φτεροτάξιδο, πούχε στην Τριά φερμένα 705 τον Πρωτεσίλα, μα ξανά και στ' Άργος δεν τον πήγε.
Με γέμιζε μ' ένα αίστημα, ιερό μπορώ να πω, και μπρος σ' αυτά χανόντανε όλα τάλλα. Το πλοίο χόρευε απάνω στην ταραγμένη θάλασσα και μπρος στην πλώρη του, ξεχώριζε η σκιαγραφία ενός μακριού νησιού, που σημαδευότανε σ' ένα βάθος από σύννεφα που κυνηγούσαν ένα τάλλο.
Από ένα παράξενα γλυμμένο κιβώτιο, που η μητέρα του η Θέτις το είχε φέρει στο πλοίο του, ο αρχηγός των Μυρμιδόνων βγάζει τη μυστική κύλικα, που ανθρώπου χείλη ποτέ δεν την είχαν αγγίξει, και την καθαρίζει με θειάφι και με κρύο νερό την δροσίζει και πλένοντας τα χέρια του γεμίζει το γυαλισμένο της κοίλωμα με μαύρο κρασί και ραντίζει τη γη με το πηκτό αίμα του σταφυλιού προς τιμήν Εκείνου, που εις τη Δωδώνη προφήτες με γυμνά πόδια προσκυνούσαν, και προσεύχεται σ' Αυτόν, μη ξέροντας ότι του κάκου προσεύχεται κι ότι από τα χέρια δυο ιπποτών της Τροίας, του Ευφόρβου, του γυιού του Πανθέως, που τα τσουλούφια του με χρυσάφι ήταν θηλυκωμένα, και του γυιού του Πριάμου του λεοντόκαρδου, ο Πάτροκλος, των φίλων του ο φίλτατος, θα εύρισκε το μοιραίο τέλος.
ΛΑΕΡΤΗΣ Μη με φοβήσαι. — Αργοπορώ· πλην ο πατέρας έρχετ'· ευχή διπλή διπλήν την χάριν έχει· δεύτερον ασπασμόν η τύχη μας χαρίζει. Εισέρχεται ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ Λαέρτη, ακόμη εδώ; 'Σ το πλοίο σου, 'ς το πλοίο! Κάθετ' ο άνεμος 'ς τους ώμους του πανιού σου, και σε προσμένουν· λάβε πρώτα την ευχήν μου,
Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270 «κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης, 'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμά 'ς το μαύρο πλοίο• εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».
— Είναι μεγάλη ατυχία, έλεγεν ο Αγαθούλης, που ο σοφός Παγγλώσσης κρεμάστηκε παρά το έθιμο σ' ένα άουτο-ντα-φε. Θα μας έλεγε θαυμάσια πράγματα για το φυσικό και ηθικό κακό, που σκεπάζουνε τη γη και θα ένοιωθα αρκετές δυνάμεις για να τολμούσα να του φέρω με πολύ σεβασμό μερικές αντιρρήσεις. Ενώ καθένας διηγότανε την ιστορία του, το πλοίο προχωρούσε. Προσεγγίσανε στο Βουένος-Άυρες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν