Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικεςτην θάλασσ' ακουσμένοι, 415 πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδιατο καράβι. ήταν γυναίκα Φοίνισσατο σπίτι του πατρός μου, ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα. εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι• και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420 μ' αυτήντο γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης, οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει. την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα• κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι• «είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425 του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα. αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν, ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαντου ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».

Μα εσένα εδώ αγιούπες θα σε φάνε. Ά δόλιε, πούταν και βοηθός δε σούρθε ο Αχιλέας; Το παλικάρι! πούμεινε στο πλοίο, μα να στείλει ήξερε εσένα μια χαρά, παχιά μιλώντας λόγια 'Λεβέντη... Πάτροκλε... αλογά... πριν μη γυρίσεις πόδα κατά τα πλοία οχ τη σφαγή πριν σκίσεις τα τσαπράζα 840 στου Έχτορα τ' αντροφονιά τα ματωμένα στήθια. Έτσι θα σούπε, κι' άμιαλε, τον άκουσε ο μιαλός σου

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Βλέπω το πλοίο το δίκωπο, το βλέπω μέσ' στη λίμνη και τον πορθμέα των νεκρών, τον Χάρο, τον ακούω, όπου κρατώντας το κουπί στο χέρι του μου λέγει: «Γιατί αργείς; Μη χάνωμε καιρό. Σε περιμένω». Έτσι με βιάζει άγριος και θυμωμένος έτσι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο, τι άγριο ταξείδι προφητεύεις! Ω, τ' είναι αυτή η συμφορά που τώρα μας ευρήκε!

Ο κορδελλιέρος, πριν τον κρεμάσουνε, μολόγησε, από πού τάχε κλέψει· υπέδειξε τα πρόσωπα και το δρόμο πούχανε πάρει. Η φυγή της Κυνεγόνδης και του Αγαθούλη έγινε πια γνωστή. Τους κυνήγησαν ως τα Γάδειρα· στείλανε, χωρίς να χάνουνε καιρό, ένα πλοίο κατόπι τους. Το πλοίο είχε φτάσει τώρα στο λιμάνι του Βουένος-Άυρες.

Τότε ο νεκραγωγιάτης γιος απάντησε του Δία 410 «Γέρο, όχι, δεν τον άγγιξε όρνιο ως στα τώρα ή σκύλος, Μον έτσι χάμου κοίτεται στρωμένος μες στις σκόνες, στο πλοίο ομπρός.

Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι• εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία 235 είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει• και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι, γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν ανάεραταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου. και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν 240 ανάκατη όλη εφαίνονταντα βάθη, κ' εβροντούσε ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν μαύρητον άμμο• κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα. κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου, μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, 245 οπούτην δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν. και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους, επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. 250 και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι, 'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει• όμοι και αυτοί λαχτάριζαντα βράχη αναιβασμένοι, 255 κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγετην θύραν, εφωνάζαν, προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη. άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν, 'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας.

ΑΓΓΕΛΟΣ Λάβετε θάρρος, ευγενών μητέρων κόρες, από ζυγόν εγλύτωσε σκλαβιάς η πόλη· πέσαν οι κομπασμοί αντρών υπερηφάνων, ήρθ’ η γαλήνη και δεν έκαμε το πλοίο νερ’ απ’ το βροντοχτύπημα της τρικυμίας, βάσταξε ο πύργος και στεριώσαμε τις πύλες μ’ αξιόχρεους πολύ προστάτες μονομάχους.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν