Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Τώρ' όμως δεν μ' ετίμησε ουδέ καν ολιγάκι· Ο βασιλεύς μ' ατίμασεν Ατρείδης Αγαμέμνων· Ότ' άρπαξε το δώρον μου, το πήρε, και το έχει. Έτσ' είπε, δακρυχύνοντας· κ' η σεβαστή μητέρα Τον άκουσε, καθήμενητης θάλασσας τα βάθη, Σιμά εις τον πατέρα της τον γέροντα, κι' αμέσως Σαν καταχνιά απ' την θάλασσαν την ασπρουλήν ανέβη.

Να σε σώση; είπα μηχανικά. Από τι πράμα; Τα πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση παράξενη, σα να ξαναγύριζε στον εαυτό της για να σκεφτή πως είναι δυνατό να αιστάνουνται διαφορετικά δυο άνθρωποι, που αγαπούν ο ένας τον άλλον. — Ξέχασες το χειμώνα; είπε. Δεν ένοιωσα ή δεν ήθελα να νοιώσω. — Νόμιζα πως εκείνο πέρασε, είπα. — Νομίζεις πως μπορεί να περάση τίποτε; είταν η απάντησή της.

Η άλλαις δούλαιςτα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα· εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι, ενδύθη και το κοφτερό σπαθίτον ώμο εζώσθη. 125τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, καιτο κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας· «Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; 130 ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει, ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει».

Δε χόρταινε να το δηγάται το ξακουστό εκείνο τερτίπι· πώς τους περίμενε μ' ανοιχτές αγκάλες ο Καπετάν Πασάς, θαρρώντας τους για δικούς του, πώς τους κατάλαβε άμα πήρε φωτιά ένα δίκροτο και σε λιγάκι τινάχτηκε, και με πόση πρεμούρα έκοβε τις αλυσσίδες να φύγη κατά την Πόλη. Κ' είχε δεν είχε, το γύριζε πάλι στον Κωσταντίνο.

Τη συνοδέψατε μέχρι τη γέφυρα, όπου κρύφτηκε, μέχρι που πέρασε ένα κάρο που την πήρε και την πήγε μέχρι τη θάλασσα. Εκεί μπαρκάρισε. Και ο ντον Τζάμε, ο πατέρας της, το αφεντικό σας, την έψαχνε, την έψαχνε, μέχρι που πέθανε. Πέθανε εκεί, πλάι στη γέφυρα. Ποιος τον σκότωσε; Η γιαγιά μου λέει ότι το γνωρίζετε......» «Η γιαγιά σου είναι μια στρίγκλα!

Πρέπει, γι' ακόμη μεγαλύτερη ντροπή, εγώ να σας το πω; Ο κύριος μου πιστεύει ότι σας αγαπώ με ένοχο έρωτα. Ο Θεός το ξέρει μολαταύτα, κι' αν λέω ψέμματα, ας παιδέψη το κορμί μου, ποτέ δεν έδωσα την αγάπη μου σε κανέναν άνθρωπο εκτός σ' εκείνον που πρώτος με πήρε παρθένα στα χέρια του.

Ο Ουαλλός τραγούδησε, έπειτα απάντησε: «Παιδί, πού ξέρεις λοιπόν, εσύ, από την τέχνη των οργάνων; Αν οι έμποροι του Λοοννουά μαθαίνουν επίσης στα παιδιά τους να παίζουν την άρπα, και την σαμβύκη, σήκω, πάρε την άρπα και δείξε την τέχνη σου. Ο Τριστάνος πήρε την άρπα και τραγούδησε τόσο ωραία που οι βαρώνοι συνεκινούντο ακούγοντάς τον.

Σαν την είδε η χήρα μπήζει πάλι τις φωνές: — Δεν έρχεσαι να συμμαζέψης τον άντρα σου, Κυρα-Νικόλαινα! τι με πήρε εμένα και ήρθε να μου πιάση το μάγουλο! Ακούς εκεί να μου πη να του ανοίξω την πόρτα τη νύχτα! Θα τον σκοτώσω... Έκανε να μιλήση ο Κυρ-Νικολάκης, μα πού να βρη αράδα. Άφριζε τώρα κ' η γυναίκα του, άφριζε κ' η ξένη.

Ο λαός που έλεγε ήσυχα τον κανονικό του τύπο ζουμί , άκουσε να το λεν άλλοι ζωμός · είπε αμέσως και κείνος ένα, ο, ζομός , ή άφησε το ου και πήρε την κατάληξη -ος, ζουμός . Δε μας είναι φυσικό, πάει να πη δεν είναι κανονικό να λέμε σήμερα ζωμός για τούτο φτειάνουμε τέτοιους τύπους. Ό τι δεν είναι φυσικό, ό τι δεν είναι κανονικό, είναι αδύνατο να το μάθη κανείς σωστά, αφού σωστό δεν είναι.

Ο Διάδοχος με το στρατό του έκαμε ό,τι μπόρεσε, και έφτασε στα Βοδενά, στη Γουμέντσα, στη Θεσσαλονίκη, πήρε τη Χαλκιδική, το Λαγκαδά, τη Νιγρίτα, τις Ελευθερές, και έστειλε ευζωνάκια στο Γεύγελι και ιππικό στις Σέρρες. Έπειτα ανέβηκε και έπιασε το Όστροβο και τη Φλώρινα, και ο στρατός του πρόβηκε τέλος και ως στην Κορυτσά.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν