Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Τούρθε τότε να της δώση κι αυτηνής λίγα από 'κείνα που του περίσσευαν : τα κομμένα και μαραμένα λουλούδια του κάμπου αφού αυτός είχε μέσα του όλον τον ανθισμένο κάμπο αμάραντο για πάντα. . . Πήρε τα λουλούδια απ’ τα χέρια της Λιόλιας και πήγε κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας. Νά Βεργινία ! σου φέραμε και σένα λουλούδια· δώσαμε αρκετά και της θειάς Ελέγκως, που την ηύραμε εδώ απόξω.
Το φάντασμα τούτο ήτο ο μεγαλείτερος τρόμος όλων των παιδιών. — Μη φοβάσαι! μη φοβάσαι! Έλεγα προς τον τρομασμένον Φαφάναν και τον ερωτούσα: — Όλα, μωρέ, σου τα πήρε το σκυλοκρέββατο; — Και το τάλλαρο! απήντησεν ο Φαφάνας, πνιγμένος μέσα εις τα δάκρυα.
Προχωρούσε με το άσταθο βήμα λυσσάρικου σκυλιού· αλλά όλος ο κόσμος έφυγε μπροστά του και μόνον από παράθυρα τον είδαν μερικοί κιαυτοί μόλις πρόβαλαν λιγάκι τα κεφάλια των. Μπροστά σένα μαγαζί, που τώχε κλείσει ο πανικός, στεκόταν ένα μουλάρι, στρωμένο με μια πατανία. Ο καταχανάς ανέβηκε σένα πεζούλι δίπλα και πήδηξε στο μουλάρι. Πήρε το χαλινάρι κέδωκε δρόμο του μουλαριού.
Κι' αφτή στης Διώνης έπεσε τα πόδια, η Αφροδίτη, 370 στης μάννας της· στην αγκαλιά την πήρε τότε η Διώνη, την πήρε και τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε «Πιός, φως μου, σ' έκανε σ' αφτά τα χάλια απ' τους ουράνιους, αψήφιστα, σα νάκανες κάνα άπρεπο στο φόρο;»
Μα ο Δόρκωνας κείτονταν χάμω με βαθιές πληγές κομματιασμένος από τους κορσάρους και ψυχομαχώντας, επειδή είχε χάσει αίμα πολύ. Όταν όμως είδε τη Χλόη και πήρε λίγη ζωή από την προτητερινή του αγάπη, είπε: — Εγώ, Χλόη, σε λίγο πεθαίνω, επειδή οι κακούργοι κουρσάροι, ενώ προστάτευα τα βόιδια μου, με κατακομμάτιασαν σαν βόιδι. Μα εσύ και το Δάφνη σου σώσε κ' έμενα εκδικήσου κ' εκείνους αφάνισέ τους.
Δεν μας κατρακυλάς λιγάκι μέταλλο, να τα δροσίσωμε; — Τι θέλετε να κάμη ο Χαλέμ-αλ-Ταρίφ; Ό,τι θα εκάμνατε ίσως και σεις, αν ήσθε εις την θέσιν του. — Δεν πέρασες από του Εμίρ! παρατηρεί άλλος· και μας τον πήρε ο Εδρίς! — Χρειάζεται ενέργεια εις το τέταρτον! υπολαμβάνει εισερχόμενος νέος κομματάρχης. Μας έσπασε ο Ομέρ με τα χρήματα.
ΑΜΥΝΙΑΣ Μη με κοροϊδεύης, φίλε, μα το γυιο σου τώρα στείλε, να μου δώση τα λεφτά μου οπού πήρε δανεικά, γιατί βρίσκομαι κακά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Δηλαδή σαν ποια λεφτά; ΑΜΥΝΙΑΣ Που δανείσθηκεν, αυτά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φαίνετ' αλήθεια από πολλά πως δεν θα ήσαι και καλά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι γκρινιάζεις, σαν να σ' έχη γάιδαρος ριγμένον χάμου; ΑΜΥΝΙΑΣ Γκρίνια συ το λες αυτό που το χρήμα μου ζητώ;
Κι' ο θεός τρύπωσε εφτύς τρεχάτος 135 μέσα στο κύμα του γιαλού· κι' η Θέτη σαν τον είδε, τον πήρε και τον έκρυψε μες στο λεφκό της κόρφο, τι απ' του Λυκούργου τις φωνές τρεμούλιαζε σα φύλλο. Έτσι οι γλυκόζωοι θεοί τον μίσησαν, κι' ο Δίας τον τύφλωσε, και πια πολύ δεν έζησε στον κόσμο μιας κι' οι αθάνατοι θεοί τον πήραν όλοι σ' έχτρα. 140 Έτσι ούτε εγώ με τους θεούς να πολεμάω δε θέλω.
Προσεφώνει ο φοβερός δεκατιστής. Καί ποτε τόλμησε να είπη προς τινα συντροφίαν ωραίων νεανίδων, γευματιζουσών: — Μη τρώτε πολλές χαμάδες, κορίτσια, γιατί θ' ασχημίσητε! Περί την εσπέραν πάλιν αλλαχού συνήντα εργάτιδας άλλας σπευδούσας εν τη συλλογή: — Α, κορίτσια, τζάχτι και σας πήρε η νύχτα!
Έτσι είπε, και πατώντας τον τραβάει το χάλκινο όπλο οχ την πληγή, κι' ανάσκελα τον σπρώχνει απ' το κοντάρι. Κι' εφτύς το πήρε κι' έτρεξε κατά τον Αφτομέδο, αμαξολάτη ισόθεο του φτερωτού Αχιλέα, 865 τι του διψούσε τη ζωή. Μα αφτόν μακριά απ' τη μάχη τον έβγαζαν τ' αθάνατα γοργόποδα άλογά του, δώρα λαμπρά πούχαν θεοί δοσμένα στον Πηλέα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν