Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Άμα σου φεύγη κανένα πουλάκι, εδώ νάρχεσαι να το ζητάς. Μικρά μεγάλα στον κήπο μου έρχονται και φωλιάζουν. Ο Δημητράκης κατακόκκινος το πήρε κ' έφυγε τρεχάτος. Έπειτα όμως σκέφτηκε την καλωσύνη της, το χαμογέλοιο, την ομορφάδα της και θύμωσε για το φέρσιμό του. Αυτός εφάνηκε πρόστυχος όχι εκείνη. Δίχως άλλο· ο αδερφός του δεν ήξερε τι έλεγε.

Γερνάει κανείς και ξαναμωραίνεται», απάντησε εκείνος με μια αόριστη κίνηση. «Τώρα είμαι εδώ… Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό.» «Και τώρα, τι λογαριάζεις να κάνεις; Θα γυρίσεις στον Πρέντου ή μήμπως, όπως λέει ο κόσμος, είναι αλήθεια ότι έγινες πλούσιος; Γιατί δεν αφήνεις κάτω αυτό το δισάκι; Θα πάρεις κάτι εδώ, μια μπουκιά έστω.» «Πρέπει να φύγω, ντόνα Έστερ μου… Ήρθα μόνο για να σας χαιρετήσω.» «Θα μείνεις εδώ μέχρι αύριο», είπε η Νοέμι και με μια αιλουροειδή σχεδόν κίνηση του πήρε το δισάκι και το τοποθέτησε πιο πέρα επάνω στον πάγκο.

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο σπίτι, γιατί εδέχθη 360 εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της• και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365 κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε•

Σε λίγο ο Μαθιός με τη στίβα τα γράμματα στα χέρια ξεκίνησε για τη διανομή. Στο δρόμο κοντοστάθηκε, δεν ήθελε να περάση από το σπίτι του Λαλεχού. Φοβότανε τις κακοτοπιές. Μα τι να κάμη; Εκεί δίπλα είχε να δώση γράμμα. Δεν μπορούσε να κάμη αλλοιώς. Έκαμε κουράγιο και τράβηξε. Από μακρυά το μάτι του πήρε την Ουρανίτσα στο παράθυρο. Έκαμε να στρήψη το σοκάκι, μα ήταν αργά.

Οι άλλοι τότες ρυάστηκαν από ενθουσιασμό, από πάθος από μεθύσι κρασιού και καημού μαζί, όλοι μ' αγριοφωνές, με κουνήματα ζουρλά των χεριών προς τ' απάνω, με τινάγματα των ποδαριών: — Ω!. —. ω! ω! ω! μαννούλα μου!... — Φσσσσιστ!... Θεέ μου! ας φέξη. = Όποτα! Παναγία μου!... όποτα! Χριστέ μου!.... Το μπουζούκι εκεί επάνω άλλαξε σκοπό. Τόρα πήρε ένα ανατολίτικο, ένα αράπικο.

Σαν άκουσε της λυγερής τα μαύρα λόγια ο Γιάννος Τον πήρε η μαύρη απελπισιά και η λαύρα της καρδιάς του Και φεύγει αναστενάζοντας και πάει αγκομαχώντας.

Ταξίδευα, τώρα και τρία χρόνια, στ' Άγιο Όρος, και για διασκέδαση, και για να κοιτάξω κάτι χερόγραφα. Και σκαλίζοντας μια μέρα στη Βιβλιοθήκη, πήρε το μάτι μου δεμάτι χαρτιά τυλιγμένα σε κεντημένο μαντίλι, με σταυρό απ' έξω, κι από κάτω μεγάλα γράμματα, «Φυλλάδες του Γεροδήμου». — Τι χαρτιά είν' αυτά; ρωτώ τον Καλόγερο που με συνόδευε. — Και γω δεν καλοξέρω, αποκρίνεται ο Καλόγερος.

Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του, 294 πλούμια χαλκένια ολόλαμπρη, και φέβγουν δίπλα τ' άτια· 295 κι' άγλυκος χάρος την ψυχή του πήρε και τη νιότη.

Ως και τώρα ακόμα τη βλέπω την πέτρα που κάθισε ο γέρος και πήρε στα γόνατά του το τρομασμένο μου ταγγελούδι, και θαρρώ πως τάφο κοιτάζω. Τη βλέπω καλά την πέτρα, και το θαμάζω που δεν είναι ραγισμένη, δεν άλλαξε καθώς άλλαξαν όσοι κάθισαν εκεί απάνω, μήτε σηκώθηκε να φύγη καθώς εκείνοι.

Και πήρε τότε ένα σκαμνί η χρυσωπή Αφροδίτη και πήγε και τ' απίθωσε καταντικρύ του Πάρη. 425 Εκεί τότε έκατσε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα, με μάτια προς τη γης σκυφτά, και τάψαλε τ' αντρός της «Ξανάρθες απ' τον πόλεμο... που έτσι να σ' είχε σφάξει ατον πόλεμο ο παλικαράς π' άντρα μου εγώ τον είχα!

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν