Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Μα αφτό η χαλκένια αρματωσά τού τόκρυβε όλο τ' άλλο, πανώρια, π' απ' τον Πάτροκλο την πήρε σφάζοντάς τον, μά 'δειχνε εκεί που τα κλειδιά χωρίζουν σνίχι κι' ώμους, στη γούβα, εκεί που η κονταριά πιο γλήγορα σκοτώνει· 325 εκεί τον κάρφωσε καθώς του ρήχνουνταν, κι' ως πέρα βγήκε ο χαλκός διαβαίνοντας τον τροφαντό λαιμό του δίχως η άκρη η σουγλερή να αγγίξει το λαρύγγι . 328

Αφήκε δίχως την παραμικρή συμμάζεψη τολόζεστό της αίμα και πήρε βράση και βράση. Τονε δαιμόνιζε ο φλογερός ο ανασασμός της, τα ολοκόκκινα μάγουλα, τα σύνυγρα μάτια. Δολώματα όλα λογαριασμένα με τετραπέρατη τέχνη, μα όχι και με το ζόρι φερμένα. Όση γνωρισιά κι απόφαση απομέσα, άλλη τόση γλύκα και τρυφερωσύνη απέξω.

Ένα τέτοιο σώμα πως θα το ξαπλώσουνε στο χώμα! ΓΥΝΑΙΚΑ. Δημήτριε, αφέντη, άλλαξε σκοπό! ΕΚΑΤΟΝΤ. Σκασμός, γυναίκες.. Εγώ τον θάνατο τον αγαπώ. Μιλήσετε και για το χώμα; Αυτό δα πιότερο απ' όλα αγαπώ ακόμα. Ο Γιεχωβάς πήρε στη χούφτα του να το μαλάξη του κόσμου όλα τα ωραία για να φτειάξη. Χώμα είν' το ψωμί που με την άσπρη σάρκα μοιάζει, χώμα και το σταφύλι που θαρρείς αίμα να στάζη.

Και το στερνό βραβείο ο γιος το πήρε του Νεστόρου, 785 και μες στη μέση του στρατού χαμογελώντας είπε «Πράμα, ορέ αδέρφια, θα σας πω γνωστό σας· πως ακόμα και τώρα τους παλαιϊκούς όλοι οι θεοί τιμούνε.

Μα με τους δασκάλους που έμπλεξε, με τα περιστατικά της ζωής του, και με το δρόμο που πήρε πια τώρα ο κόσμος, φαίνεται παράκαιρος και παράλογος, κι ολότελα αταίριαστος με τα συστήματα που εγκαινίασε ο μεγαλοπίχερος θειος του. ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ιοβιανός και Βάλεντας

Κι' οι διο σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, 850 πρώτος ο Άρης τίναξε το κοφτερό κοντάρι ψηλά, έτσι απάνου απ' το ζυγό και των φαριών τα γέμια, τι του διψούσε τη ζωή· όμως του Δία η κόρη το πήρε με το χέρι της και τόστειλε από πάνου απ' το κουτί, να πάει μακριά να πέσει στα χαμένα.

Ο 'γούμενος, αφού πήρε γύρω την αυλή κ' εξέτασε όλα τα κελλιά απάνω και κάτω, για να ιδή μην αγρυπνούσε κανένας, πήγε κ' εκάθησε στην πεζούλα της καμάρας, κοντά στην οξώπορτα. Εκεί επερίμεινε, τυλιγμένος σφιχτά στο σάλι του, γιατί ο αγέρας ήτανε ψυχρός. Επερίμεν' επερίμενε και κάτι εμουρμούριζε πότε πότε από ανυπομονησία.

Ούτ' ήρθε απ' του Διόνυσου τους ιερούς αγώνας τραγουδιστής γλυκόφωνος, τεχνίτης στο τραγούδι που να μην πήρε πληρωμή όση στην τέχνη αξίζει. Τον τραγουδούν οι ποιηταί για όσα καλά τους κάνει.

«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε 235 λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,— εδώ τώρα καθήμενοιτον δείπνο με ομιλίαις ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω. και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, 240 όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας, αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείοςτην Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη• με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα, πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον 245 εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του•το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης, αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία• τέτοιοςτην Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν όλοι, κ' εγώ τον γνώρισααυτό το σχήμα μόνη, 250 και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη• αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι, κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο, 'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω, πριν αυτός φθάσηταις σκηναίς καιγοργά καράβια, 255 τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη, και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος, εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι. τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν, ότ' η καρδιά μου είχε στραφήσπίτι μου να γύρω, 260 και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη, την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα, κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα, οπούτον νου καιτην μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».

Η θεια Ελέγκω έστειλε και πήρε απ’ το μπακάλη λίγες ελιές και ταραμά, σα σαρακοστή που ήτονε, να φάνε. . μα δεν άγγιξε η Λιόλια.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν