United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το λοιπόν, πού τάχεις βάλη τα σανίδια; ηρώτησεν ο Πολύζος. — Εδώ τα είχα βαλμένα, στο κάτω σκαλοπάτι τ' ακούμπησα. — Πού είνε τα, το λοιπόν; — Πούν' τα; Να κοπή το χεράκι του όποιος τα πήρε. — Δεν σούπα εγώ, βλοημένη, να μην κάνης μισές δουλειές; Ή να καρτερέσης έπρεπε ν' αδειάσω, να τα κουβαλήσουμε το μουλάρι, ή, αφού τάφερες, νάκανες ακόμα έναν κόπον να τα πας ως μέσα στην Εκκλησιά.

Εμπρός στην πίστη της λησμόνησα το δισταγμό μου κ' η ασήμαντη εκδρομή μας πήρε στη φαντασία μας σχήματα παράξενα, έτσι όπως όταν κοντινά νησιά υψώνουνται στον ορίζοντα και λάμπουνε σε φως φανταστικό. Τέλος μια Κυριακή πρωί καθόμαστε στο κατάστρωμα του βαποριού και βιαζόμαστε να φτάσουμε κει που θέλαμε.

Έτσι είπε, κι' ο αργοφονιάς τον άκουσε αγωγιάτης, κι' εφτύς στα πόδια αμπόδεσε τα διο όμορφα σαντάλια, 340 χρυσά κι' αιώνια, που μαζί με τ' αγεριού το χνώτο παντού ως στην άκρη και στεριάς τον πάνε και πελάγου. Έπειτα πήρε το ραβδί π' αθρώπωνόσους θέλειμαγέβει μάτια, ή και ξυπνάει πάλε άλλους κοιμισμένους.

Η χρυσές κλωστές ξέβαψαν, αλλά όχι και η χρυσή τρίχα των μαλλιών σου». Η Ιζόλδη έρριξε μακρυά το μεγάλο σπαθί και πήρε στα χέρια τον επενδύτη του Τριστάνου. Είδε τη χρυσή τρίχα και σώπασε ώρα πολλή. Έπειτα φίλησε τον πληγωμένο στα χείλη, για σημείο ειρήνης, και του φόρεσε τα πλούσια ρούχα του.

Αφτός με τυραγνά ο καημός, τι μάτωσε η καρδιά μου, 55 γιατί τη νια που χώρισε πρεσβιό ο στρατός για μένα και πήρα με τη σπάθα μου πατώντας καστροχώρια, αφτή ξανά οχ τα χέρια μου την πήρε ο Αγαμέμνος, τ' Ατρέα ο γιος, σα νάμουνα λες του σωρού ραγιάς του.

Αυτήν δεν του την έσβυσε κανένας κρύος τρόμος, κανένα πόνου βάρος, την πήρε μόν' ο Χάρος, κ' έγεινε σκωπτικότερος ο κάθε μώμου μώμος. Ουχί ολιγώτερον του πνεύματος του Ροΐδου εξετιμώντο τα έργα του, τα οποία και εις το μυθιστόρημα και εις την κριτικήν και τελευταίον εις το διήγημα ήνοιξαν νέους δρόμους εις το ελληνικόν πνεύμα.

Και μόλις επρόφθανεν αυτούς ο νεαρός αγωγιάτης, ως αίγαγρος αναπηδών με τα ελαφρά τσαρούχια του και βροντών εις τον αέρα λεπτόν αγριελαίας λούρον, όπως αναγγέλλη εις τους ημιόνους την παρουσίαν του. — Άιντε, κορίτσια, και σας πήρε η νύχτα, και θα σας κλέψη κανένας εδώτα ρέματα. Εχαιρέτισε, προσπαίζων με τας δύο γραίας.

Σκότωσε αφτόν με μπαμπεσιά, όχι απ' αντριά ο Λυκούργος, σ' ένα στενό, όπου απ' τη σφαγή ο σιδερένιος όγκος δεν τόνε γλύτωσε, τι πριν προφταίνει και στη μέση κρυφά ο Λυκούργος τον τρυπάει, κι' ανάσκελα τον στρώνει· 145 έτσι του πήρε τ' άρματα που τούχε δώσει ο Άρης.

Ο Σβεν ξανακρέμασε την εικόνα στη θέση της. Το άλλο πρωί όμως την πήρε πάλι κι αφού την κοίταξε μια στιγμή, ζήτησε της μαμάς να του ξαναπή την ιστορία. Πάλι κάθησε ο Σβεν κι άκουγε και πάλι τέντωσε ξαφνισμένος τα μεγάλα μάτια του. — Πιστεύεις, μαμά, πως ο νέος είναι λυπημένος που θα πεθάνη; είπε. — Ναι, μα η αρρεβωνιαστικιά του είναι περσότερο λυπημένη, απάντησε η μαμά.

Σκύβει και λέει της θειας της πως μεταγυρίζει στο λιομάζωμα, κ' ίσια στου Χουσεήνη το σπίτι. Ό τι γύριζε ο Χουσεήνης από το σπίτι του Χασάνη, που τον είχαν ξαπλωμένο στη μέση και ξεφώνιζαν οι γυναίκες του. Μαύρος από θλίψη κι από θυμό. Έτσι του ήρθε να τραβήξη το λάζο του και να τα σπαράξη της Ασήμως τα στήθια, σαν την πήρε η άγρια ματιά του. — Τονε βρήκα το φονιά! προφταίνει αυτή και του κράζει.