Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Κι' ενώ μπροστά του ασπίδες κρατούσανε οι συντρόφοι του, μήπως τυχόν πλακώσουν πριν οι γενναίοι Δαναοί πριν δούνε χτυπημένο 115 τον ξακουστό τ' Ατρέα γιο, τον καστανό Μενέλα, έβγαλε αφτός το σκέπασμα της θήκης, και σαΐτα πήρε καινούργια φτερωτή, πηγή των μάβρων πόνων· και τη σαΐτα απάνου εφτύς στερέωσε στην κόρδα, κι' έκανε τάμα του θεού, τ' αχτιδοστάλτη Απόλλου, πλήθος αρνιά πρωτόλουβα να σφάξει στο βωμό του, 120 πίσω σαν πάει στον τόπο του, στη βλογημένη Ζέλια.
Γιατί όταν η μαμά ανακάλυψε πως ο Σβεν μπορούσε να τραγουδά, είτανε φυσικό πως άρχισε να του καλλιεργή το χάρισμα και πως καμάρωνε για τη φωνή του, όπως και για όλα όσα έλεγε κ' έκανε. Του πήρε μικρά βιβλία με τραγούδια και του έμαθε τα λόγια απόξω. Γιατί ο Σβεν μόλις είταν ακόμα πεντέμιση χρονών και δεν ήξερε να διαβάζη.
Φαινότανε σα να κοιμότανε και το πρόσωπό της είχε ξανανιώσει με το θάνατο. Έτσι πήγε να βρη το Σβεν, όπως το έλεγε μόνη της, και γι' αυτό ονομάστηκε το βιβλίο τούτο «βιβλίο του μικρού αδελφού», που ήρθε κ' έγινε ο άγγελος της μητέρας του, αν και δεν έγινε όπως το ελπίσαμε. Γιατί την πήρε μαζί του, σαν έφυγε. Μα το βιβλίο αυτό είναι μαζί κ' η ιστορία ενός αγώνα με το θάνατο.
ΑΓΓΕΛ. Ω αυθέντα μου, απέθανε ο δούκας! Τον σκότωσ' ένας δούλος του εκεί όπου τον Γλόστερ ο δούκας τον ετύφλωνε! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ετύφλωσε τον Γλόστερ! ΑΓΓΈΛ. Δούλον τον είχε από παιδί, — αλλ' ο θυμός τον 'πήρε κ' ετόλμησε ν' αντισταθή με το σπαθί 'ς το χέρι 'ς την πράξιν του κυρίου του. Ο δούκας αφρισμένος ώρμησε τότε και νεκρόν τον άφησε 'ς τον τόπον.
Αφτούς ο Αχιλέας τους είχε πιάσει μια φορά μες στις πλαγιές της Ίδας 105 ενώ βοσκούσαν πρόβατα, και με λυγαριοκλώνια τους έδεσε, και ξαγορά ναν τους αφίσει πήρε. Τότες στα στήθια ακόντισε τον ένα ο Αγαμέμνος, εκεί ίσα στ' απανόβυζα· τον άλλο, σέρνοντάς του μια με τη σπάθα προ τ' αφτί, τον γκρέμισε απ' τ' αμάξι.
Μα οι βοσκοί, ας είνε καλά, ταις καλαίς μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας πήρε τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν κάτι λιγοστοί...» Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ- Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ βοηθού, διά να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των βοσκών του.
Πήρε στα χέρια του ένα τσικούρι κ' ένα κομμάτι σκοινί, στάθηκε μια στιγμή να δη τη Βασίλισσά του, την αγκάλιασε, και κείνη, με καρδιά που έτρεμε σαν το μισοζώντανο το ψάρι, σήκωσε το μαραμένο της χέρι, και του είπε να πάη στο καλό. Το είχαν απόφαση κ' οι δυο τους να κάμουν το θέλημα του Θεού.
Το ζήτησε από τους γονείς του να το κάνη παιδί του, να το πάρη στην Αγγλία, γιατ' είνε άκληρος, τους είπε. — Και θέλησε το κορίτσι, θέλησαν οι γονείς του; ρώτησε κάποιος από μας. — Ακούτε θέλησαν! Πώς δε ζουρλάθηκαν ούλοι τους. Κιό, το κορίτσι είνε να πετάξη απ' τη χαρά του. Είδες τι αέρα που σου πήρε, αυτό το μωρό που βόσκαε ως τα χτες τα γίδια του πατέρα του.
Τόσο κακότυχη που έμεινε, για να έχη μια παρηγοριά στη μονοτονία της ζωής της, αποφάσισε και δεύτερη φορά να πάρη ένα ψυχοπαίδι, που να είνε από μάννα και πατέρα, για να μην την βάζη ο πειρασμός, στο θυμό της απάνω, να το φωνάζη μπάσταρδο. Ηύρε, αλήθεια, ένα ορφανό, που ήτον κι' από μακρινή γενιά της. Το πήρε, το ανάθρεψε, το μεγάλωσε.
Άμα τυπώθηκε και δέθηκε το βιβλίο κ' είταν έτοιμο να κυκλοφορήση, ο συγγραφέας πήρε μαζί του δυο αντίτυπα, έγραψε στο ένα τόνομα του Ούλοφ και στο άλλο του Σβάντε και τα έδωσε επίσημα του καθενός από τα δυο αποθανατισμένα παιδιά του. Ο Ούλοφ πήρε το βιβλίο του κι ο Σβάντε το δικό του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν