Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Αλλά, παρθένος έμεινα εγώ, και θ' αποθάνω παρθένος χήρα... Ω σχοινιά, ελάτε! — Παραμάνα, έλα και συ· 'ς την κλίνην μου την νυμφικήν πηγαίνω, να εύρω Χάρου αγκαλιάν αντί Ρωμαίου χάδια. ΠΑΡΑΜΑΝΑ 'Σ τον θάλαμόν σου πήγαινε. Να σε παρηγορήση θα φέρω τον Ρωμαίον σου· 'ξεύρω εγώ πού είναι. Ακούεις; τον Ρωμαίον σου απόψε θα τον έχης. Είναι κρυμμένος 'ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου.
Οιονδήποτε παιγνίδι παίξης μετ' αυτού, χάνεις πάντοτε· παρά πάσαν δε πιθανότητα σε νικά διά της τύχης του· η δόξα σου αμαυρούται, όταν αυτός λάμπη πλησίον σου. Επαναλαμβάνω ότι ο δαίμων σου φοβείται να σε καθοδήγηση πλησίον εκείνου, και ότι ανακτά την γενναιότητά του όταν εκείνος είνε απών. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πήγαινε. Ειπέ εις τον Βενδίδιον ότι θέλω να του ομιλήσω.
Αι, το γεύμα! — Πού είναι το παιδί; Πού είναι ο τρελλός μου; — Πήγαινε συ να μου τον φέρης. ΛΗΡ Εσύ, — εσένα λέγω, πού είναι η κόρη μου; ΟΣΒ. Με συμπάθειον... ΛΗΡ Τι λέγει αυτός εκεί; Φέρε μου τον εδώ! Το κνώδαλον! Εξέρχεται είς ΙΠΠΟΤΗΣ. Πού είναι ο τρελλός μου; Αποκοιμήθηκε ο κόσμος όλος εδώ; Επιστρέφει ο ΙΠΠΟΤΗΣ. Αι, λοιπόν; Πού είναι αυτός ο μούλος;
Μα επειδή ο μικρός είτανε καλά σε όλα τάλλα, ο μπαμπάς τονέ σήκωνε από το κρεββάτι και του έλεγε πως έπρεπε να ντυθή και να βγη όξω στον καθαρόν αέρα. Τότε σηκωνότανε ο Σβεν κι όσο είταν ο μπαμπάς μέσα προσπαθούσε να φορέση τις κάλτσες του. Μόλις όμως έβγαινε ο μπαμπάς στην πόρτα, πήγαινε στο κρεββάτι της μαμάς και την παρακαλούσε να τον αφήση να ξαπλωθή εκεί μαζί της.
Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε στα λόγγα και στα λειβάδια με τους πιστικούς αλλά εγώ το τρωγόμουν νύχτα μέρα και του έλεγα: — «Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε ψυχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος άνθρωπος!» Στο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρ-μιρ» μ' άκουσε, άφησε την κλύτσα και την κάππα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα μπήκε στο σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι' από τότε το βλέπω κάθε δέκα χρόνια!
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Μη στραγγίζης περισσότερο το μυαλό σου μ' αυτό· τ' οκνό σου γαϊδούρι, όσο και αν το ξυλοκοπάς, δεν αλλάζει το πάτημά του και αν σε ξαναερωτήση κανείς, αποκρίσου· ο νεκροθάπτης· τα σπίτια οπού κατασκευάζει εκείνος κρα- τούν έως την ημέραν της Κρίσεως. Έλα πήγαινε εις το καπηλειό και φέρε μου ένα γυαλί ρακή. Ω πόσον ήταν ιλαρός της νειότης μου ο καλός καιρός, οπ' αγαπούσα!
— Δεν πειράζει, Μάρω μου· πήγαινε μέσα· είπεν ο Γιάννος εννοήσας τας σκέψεις της. — Μάνα σ' αφήσω μοναχόν;. . . . . — Δεν πειράζει· κ' εγώ θα κοιμηθώ. . . . . . Ο Γιάννος ελυπείτο την αδελφήν του κ' ήθελε πολύ να την αφήση να κοιμηθή· μία νύκτα ήτο, όπως περάση ας περάση και αυτός. Ευθύς όμως άμα έμεινε μόνος, η δειλία ήρχισε να τον κυριεύη.
Έξω όμως από τα θεάματα η τύχη τους άλλη δεν μπορούσε να είναι παρά η ίδια καθώς και σήμερα· κάθε άνθρωπος του δρόμου και της ταβέρνας που ζητούσε ακολασία, σε τέτοιες πήγαινε. Έπεσε λοιπό θύμα τους κ' η Θεοδώρα, και με τον καιρό τόκαμε κ' επάγγελμά της. Όσο μεγάλωνε ως τόσο, μεγάλωναν κ' οι ομορφιές της.
ΠΑΡΗΣ Αυτός είν' ο εξόριστος Μοντέκης, ο αυθάδης, εκείνος οπού έχυσε το αίμα του Τυβάλτη, και ν' αποθάνη έκαμε τ’ ωραίον τούτο πλάσμα από την λύπην. Κ' έρχεται ακόμη να υβρίση και τα θαμμένα των κορμιά! Να τον συλλάβω πρέπει. — Σταμάτησε το έργον σου, ανόσιε Μοντέκη! Και πέραν απ' τον θάνατον εκδίκησιν γυρεύεις; Κατάδικε τρισάθλιε, σε συλλαμβάνω. Έλα, υπάκουσέ με· πήγαινε μαζή μου. Θ' αποθάνης!
Θα πάω κ' εγώ στην ξενιτειά· δε λέω πως θάμαι πρώτος, μα δε θε νάμαι και στερνός μέσ' στους πολεμιστάδες. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Άμποτε αυτά που επιθυμείς όπως τα θες να γίνουν. Μ' αν όμως σώνει και καλά ποθής να ταξιδέψης, στον Πτολεμαίο πήγαινε στρατιώτης να δουλέψης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν