United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν είχες δουλειά, να κοιτάξης, του λέει, πήγαινε τώρα, και τα λέμε άλλη φορά. — Ναι, κάτι θέλω να κοιτάξω, αποκρίνεται ο Μιχάλης. Το βράδυ έρχουμαι και τα λέμε. Κ' έτσι αφίνει το Δημήτρη, και παίρνει τον άλλο δρόμο ανάλαφρος και παρηγορημένος, σα να ξύπνησε από βραχνά φοβερό. — Σε ξέρω κ' έννοια σου, κακόμοιρε, μουρμούριζε ο Δημήτρης, όταν έμεινε μοναχός του.

Εσύ τώρα, θεά που σ' όλους βασιλέβεις, πολυώνυμη Κόρη, πάρ' την απ' το χέρι, πήγαινέ τηνε στων εβλαβών τον κάμπο. Στους διαβάτες ας δώση Θεός καμιά χαρά, αφού πουν ένα χαίρε στη Σωκρατέα κάτω στη γις .

Και σε σας, αθώα μου τέκνα, αν είσθε μεγαλύτερες, πολλές θενά ’χα συμβουλές να ’δινα εγώ° τώρα μονάχα παρακαλέστε ο βίος σας απ’ του πατρός σας πιο ευτυχισμένος κι αγαθός άμποτε να ’ναι. ΚΡΕΩΝ Φθάνουν τα δάκρυα. Πήγαινε μεσ’ στο παλάτι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έστω. Κι ας είν’ ανώφελο. ΚΡΕΩΝ Όλα καλά, όταν γίνονται μεσ’ στον καιρό τους. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ξέρεις πότε θα πάω εγώ; ΚΡΕΩΝ Λέγε κι ακούω.

Με τον καιρό η κερά Πιπίνα, της κατεβαίνει να θυμηθή πως ο μακαρίτης ο πεθερός της είτανε θαμμένος στης Αγιά Παρασκευής το μικρό κοιμητήριο, και πως χρέος της είτανε να πηγαίνη να τονε θεμιάζη τα σαβατόβραδα. Πήγαινε λοιπόν και θέμιαζ' εκεί ύστερ' από το Σπερνό, και σα σκοτείνιαζε, έβρισκε τρόπο κ' έμπαινε και στο κελλί του Παπά Νικηφόρου. Άμα τα είδε αυτά η γειτονιά, πήγε να χαλάση ο κόσμος.

Γιατί την ιστορία την πήγες από κείνο το δρόμο ; Γιατί την ψυχή μου την περίμενες σ' εκείνη τη στροφή εκείνη τη νύχτα ; Το άστρο γιατί το γκρέμισες στο διάστημα ; Το λαό που πήγαινε γιατί τον σταμάτησες ; Πώς ξέρεις το δρόμο της καταστροφής ; Πώς βρίσκεις το μονοπάτι της σωτηρίας; Ω πέτρινη διάνοια, βουνό που στέκεις στα βάθη της Ανατολής, ω άγνοια! Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Επειδή εδώ κάτω δεν φύεται ελλέβορος , πήγαινε εις το νερόν της Λήθης και πίνε και ξαναπίνε και μη βαρεθής να πίνης• διότι τοιουτοτρόπως θα παύσης να λυπάσαι διά τα αγαθά του Αριστοτέλους.

Οι τρεις κυράδες ευχαριστήθηκαν το τραγούδι και μετά τραγούδησαν και αυτές, ώστε το φαγητό τους ήταν γεμάτο ευθυμία και κράτησε πολύ περισσότερο από συνήθως. Στο τέλος, βλέποντας ότι ο ήλιος πήγαινε προς την Δύση, η Σεραφεία είπε στον βαστάζο, «Σήκω και φύγε· είναι ώρα πια να χωρίσουμε».

Εσύ, γυναίκα, πήγαινε κ' ιδέ την πριν πλαγιάσης, κ' ειπέ της ότι την ζητεί ο Πάρης, ο υιός μου, και ότι απεφάσισα — μ' ακούεις; — την τετάρτην.... στάσου· τι 'μέρα είν' αυτή; ΠΑΡΗΣ Δευτέρα, Κύριε μου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δευτέρα; Α! 'σαν γρήγορα θα ήναι την τετάρτην. Την πέμπτην ας το κάμωμεν. Να της ειπής την πέμπτην με τούτο τ' αρχοντόπουλον οι γάμοι της θα γείνουν.

Έφευγε και πήγαινε στον κήπο κι άκουα την αλυσίδα του πηγαδιού γριγρι!... γριγρι!... όλη νύχτα Και την αυγή βρίσκαμε γιομάτες νερό τις σκάφες, έτοιμες για την πλύση. Και κάθε τόσο που έπεφτε πολλή δουλειά, πήγαινε μόνος του και ξύπναε τις δούλες για το ξενύχτι. Σ' όλα σ' όλα είχε την έγνοια μας, την κυβέρνια μας δέκα χρόνια στρωτά.

Α θέλη ο Θεός, θα σας έρθουνε αγγελούδια κατόπι, και θα πλημμυρίση ο νους σας από έννοιες που τις φέρν' η αγάπη. Μην το θαρρής, Αρετούλα, πως θα το παραξηλώσω και γω. Θάχω και γω ταδερφάκια σου να με παρηγορούν, έχω και του Κωσταντή μας το τάξιμο, πως θα σε φέρη κοντά μου ανίσως και πάθουμε τίποτις. Είνε τώρα μεσάνυχτα περασμένα. Πήγαινε να συχάσης, παιδί μου, να μη φαίνεσαι κι αύριο αποσταμένη.