Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Τον είχε κάπου μια βδομάδα εκεί κι ακόμα δεν αποφάσιζε. Γύριζε γύρωτριγύρω στον κορμό, τον κύτταζε και τον ξανακύτταξε, μια πήγαινε κοντά και τον ψηλαφούσε, μια στεκότανε μακρυά· πότε τον εύρισκε καλόν και χαμογέλαε, πότε άσχημον και σούφρωνε τα φρύδια του έτοιμος να κλάψη. — Γιατί μου τα κάνουν αυτά!.. γιατί μου τα κάνουν!.. φώναξε άξαφνα πιάνοντας το κεφάλι με τα χέρια του.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αφόπλισέ με, Έρως· ετελείωσεν η εργασία της μακράς ημέρας και πρέπει να κοιμηθώμεν. Το ν' απέλθης σώος, είναι γενναία αμοιβή διά την εργασίαν σου. Πήγαινε, κρημνίσου.

Ετούτον είπεν αυτή είναι εκείνο που σου χρειάζεται διά να πληρώσης την επιχείρησίν σου· έπαρέ το λοιπόν και πήγαινε εις την πόλιν της Κασμυρίας, η οποία δεν είναι πολλά μακρόν από εδώ μα πριν έμβης εις αυτήν εγδύσου τα φορέματά σου, και ενδύσου ωσάν Δερβύσης· και πριν ενδυθής αυτό το φόρεμα αλείψου εις όλον σου το κορμί αυτό το νερόν της γαράφας, και έπειτα έμβα εις την χώραν· εκεί θέλεις συναπαντήση τους φύλακας της πόλεως, οι οποίοι θέλουν σου ειπή· ω σεβάσμιε Δερβύση, από πόθεν έρχεσαι; του λόγου σου αποκρίσου· εγώ είμαι Δερβύσης, και έρχομαι από τα έσχατα σύνορα της δύσεως διά ευλάβειαν, εις το να επισκεφθώ τον μέγαν Καισάγιαν.

Η κόρη εξήλθε, κατέβη στον δρόμον, κ' η θεία της ήνοιξε το παράθυρον και την ενεθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά ήκουσε την φωνήν της, οπού εκάλει την κόρην του καπετάν Λυμπέρη. — Τι είνε; Ποιος φωνάζει; — Κατέβα να σου πω. Ήκουσε μικρόν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνάς της παιδίσκης από τον δρόμον, της μητρός της από το μπαλκόνι. Και μίαν τελευταίαν παραγγελίαν: — Ας είνε, πήγαινε. Ναρθής γλήγορα.

Δε χρειαζότανε να ψάξουμε να βρούμε το δέντρο, γιατί το καλοκαίρι είχαμε ρθει συχνά κ' είχαμε φόβο πως θα πήγαινε κανένας να πειράξη το πραματάκι, που είτανε τόσο καλά κρυμένο και το θαρρούσαμε σα σφραγίδα της αμέτρητης ευτυχίας μας, μιας ευτυχίας, που μια στιγμή φάνηκε πως χάθηκε, όμως ξαναήρθε.

ΤΥΒΑΛΤΗΣ Εσύ παληόπαιδον, εσύ θα τον ακολουθήσης, εσύ, που είχε συντροφιάν εκείνος κ' εδώ κάτω! ΡΩΜΑΙΟΣ Το ποιος θα 'πάγη, το σπαθί θα το αποφασίση. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ρωμαίε, φύγε· πήγαινε! Νεκρός είν' ο Τυβάλτης, κι ο κόσμος εσηκώθηκε. Τι στέκεσαι και βλέπεις; Ο πρίγκηψ σ' εθανάτωσε αν σε συλλάβη... Φύγε! ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! Είμαι τ' αναγέλασμα της Μοίρας! ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Τι προσμένεις;

την πρόσχαρη ακροποταμιάν εσύχναζεν η κόρη, 240 και ο γεωφόρος ο θεός ωμοιώθη του Ενιπέα, και σιμά της επλάγιασετου ποταμού το στόμα. το κύμα ως όρος θολωτόν εστάθη ολόγυρά τους, κ' έκρυψε τον αθάνατον, και την θνητήν γυναίκα. και αυτήν τότε αποκοίμισεν, αφού της παρθενίας 245 την ζώνην έλυσε, ο θεός• και ως έγειναν τα έργα τα ερωτικά, της έσφιξε το χέρι και της είπε• «χαίρε, γυνή, 'ς τ' αγκάλιασμα•την ώρα θα γεννήσης ωραία τέκνα• και άκαρπη ποτέ δεν είναι η κλίνη των αθανάτων• θρέψε τα και γλυκανάστησέ τα. 250 τώρα εις το δώμα πήγαινε, σώπα, μη μ' ονομάσης• και συ μάθ' ότι εγνώρισες τον σείστη Ποσειδώνα». είπε και μες την θάλασσαν, οπ' άφριζ', εβυθίσθη. και τον Πελία γέννησεν αυτή και τον Νηλέα και ο Δίας τους ετίμησε• βασίλευε ο Πελίας 255 εις την Ιωλκό πολύαρνος, ο άλλος εις την Πύλο. και η δοξαστή βασίλισσα κατόπιν του Κρηθέα άλλους εγέννησεν υιούς, τον Αίσονα, τον Φέρη, τον Αμυθάν' ανίκητον εις την ιππομαχία.

Όχι, δεν τον γνώριζε, αλλά ήταν σίγουρος πως όταν πήγαινε στο Νούορο θα την έπαιρνε τη θέση. Η Νοέμι χαμογελούσε με μνησικακία και ειρωνεία, σκυμμένη πάνω από την ομελέτα: έτσι εύκολα βρίσκεται μια θέση! Τόσοι ψάχνουν μια θέση! «Μα εσύ εγκατέλειψες την δουλειά που είχες;», ρώτησε βιαστικά χωρίς να ανασηκώσει τα μάτια. Ο Τζατσίντο δεν απάντησε αμέσως.

Πήγαινε συ, και είκοσι μαγείρους 'νοίκειασέ μου . ΥΠΗΡΕΤΗΣ Θα σου τους φέρω όλους διαλεκτούς, αυθέντα μου. Θα ιδώ πρώτα αν γλείφουν τα δάκτυλά των. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Και με τούτο θα τους δοκιμάσης; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Και βέβαια, αυθέντα μου· μόνον οι κακοί μάγειροι δεν γλείφουν τα δάκτυλά των· λοιπόν όποιος δεν γλεί- φεται δεν μου κάμνει. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Πήγαινε· φεύγα.

α’ ΥΠΗΡ. Πήγαινε συ. Από ξαντό κ' από αυγού ασπράδι εγώ θα κάμω αλοιφήν ν' αλείψω ταις πληγαίς του. Να ελεήσουν οι θεοί τον άτυχον τον γέρον! Εξέρχονται εκατέρωθεν. Εξοχή άδενδρος. Καλλίτερα η τύχη μου η καταφρονημένη παρά η καταφρόνησις με ψευτοκολακείαν! Της Μοίρας τ' απορριξιμιό, όσον βαθειά κι' αν πέση, δεν έχει τι να φοβηθή κ' ενόσω ζη ελπίζει.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν