Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
ΚΕΝΤ Παρακαλώ, έμβα εδώ, αυθέντα. ΛΗΡ Πήγαινε συ ν' αναπαυθής. Εγώ 'ς την τρικυμίαν ευρίσκω διασκέδασιν. Μου 'βγάζει απ' τον νουν μου εκείνα που θα μ' έβλαπταν πλειότερον ακόμη. Αλλ' ας έμβω. Έλα συ, παιδί μου· έμβα πρώτος· έλα, ω άστεγε πτωχέ! Θα 'πώ την προσευχήν μου και ύστερα θα κοιμηθώ.
Έχε ‘ς τον φούρνον Αγγελική, το 'μάτι σου· κι’ όλον τ’ αυγόν' ς την πήταν. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ν' αφήσης τα νοικοκυριά και πήγαινε ‘ς το στρώμα· φοβούμαι μήπως αύριον με το νυκτέρι τούτο θα ήσαι άρρωστος. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εγώ; καθόλου. Να η ώρα! Πολλαίς φοραίς 'ξενύκτησα, και όχι διά τόσον, και δεν αρρώστησα ποτέ.
Τα λόγια, που αλλάξαμεν 'ς τον δρόμον, κ' αι ευχαί μας, ίσως θα έλθη ο καιρός να πληρωθούν, Εδμόνδε. Τώρα να φύγης! Πήγαινε να εύρης τον γαμβρόν μου. Εσέν' ας κάμη στρατηγόν και στράτευμ' ας σηκώση! 'Πάγω 'ς τον άνδρα μου κ' εγώ τα όπλα να του πάρω, και να του δώσω να κρατή 'ς τα χέρια του την ρόκαν!
Πήγαινε με αυτά να πάρης τα όσα μας κάνουν χρείαν, τόσον διά φαγητά, όσον και διά φορέματα εδικά σου και εδικά μου, και περιπλέον αγόρασε και κανένα σκλάβον διά να μας δουλεύη.
Ο σκύλος δεν έδειχνε μεγάλη στενοχώρια για όλα αυτά, μόνο κάποτε φαινότανε σαν ξαφνισμένος για όσα τραβούσε κ' ήσυχος κ' ήμερος πήγαινε και ξαπλωνότανε σ' άλλη μεριά με τη μάταια ελπίδα πως ο καλόβουλος τύραννός του θα κουραζότανε και θα τον άφινε σε ησυχία. Μα όταν ο Σβεν έβγαινε στην αυλή, ο σκύλος έτρεχε κοντά του, όπου κι αν πήγαινε.
Πιο λαμπρό. και πιο χαρούμενο πανηγύρι δε μετάγινε στη χριστιανική την Αλεξάντρεια. Κ' έτσι κάθισε πάλι στο θρόνο του ο λαοπόθητος ο Αθανάσιος. Του Ιουλιανού ως τόσο δεν του ήρθε και τόση δόξα· ως εκεί η φιλοσοφία του δεν πήγαινε. Ταράζεται από ζούλια και προστάζει να ξοριστή πάλι ο Αθανάσιος. Είναι άπρεπα κι άσοφα τα όσα έγραψε εναντίο του τότες. Ως κι «ανθρωπάκο» τον ονόμασε σ' ένα του γράμμα.
— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάς — Καλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο.
Τότες με χείλια γελαστά του κάνει ο Αγαμέμνος σαν είδε πως πειράχτηκε, και ξείπε εφτύς το λόγο «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, μήτε σε παρακατεχώ μήτε ορισμούς σου δίνω. Ξέρω πως κρύβει φιλικιά μέσα η ψυχή σου γνώμη, 360 γιατί ότι θέλω θες κι' εσύ. Μον πήγαινε! Ειδέ ετούτα, κάνα κακό αν ειπώθηκε, τα σάζουμε κατόπι, κι' έτσι όλα ο Δίας σαν καπνό ας τ' ανεμοσκορπήσει.»
Και πήγαινε, πήγαινε, στη σειρά με τους ζητιάνους, επάνω , επάνω, μέσα από την πράσινη κοιλάδα της Μαμογιάντα, επάνω, επάνω, προς το Φόνι, μέσα από μονοπάτια πάνω από τα οποία, μες το συννεφιασμένο βράδυ, κρέμονταν τα βουνά του Τζεναρτζέντου παίρνοντας φανταστικές μορφές από τείχη, κάστρα, κυκλώπειους τάφους, ασημένιες πολιτείες, γλαυκά δάση σκεπασμένα με ομίχλη.
— Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ. — Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε, γυναίκα . . . πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . . — Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς, ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο αέρα 'ς το παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν