Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Νομίζοντας ότι κοιμάται η Νατόλια της άγγιξε το χέρι που έκαιγε, αλλά η γριά το τράβηξε και της είπε χαμηλόφωνα: «Άκου Νατόλια, κάνε μου μια χάρη. Πήγαινε στον Έφις Μαρόντσου και πες του ότι πρέπει να του μιλήσω. Μην το μάθει όμως η Γκριζέντα.

Βοηθήσατέ με να εξέλθω. Λιποθυμώ. Ειράς, Χάρμιον. — Δεν είναι τίποτε. — Πήγαινε να εύρης αυτόν τον άνθρωπον, αγαπητέ μου Αλεξά· ερώτησε τον περί των χαρακτηριστικών της Οκταβίας, της ηλικίας και των ορέξεών της, μη λησμονήσης και το χρώμα της κόμης. Φέρε μου γρήγορα απόκρισιν. Ας φύγη διά παντός. — ΌχιΧάρμιον· μολονότι αφ' ενός μεν παρίσταται ως Γοργώ, αφ' ετέρου δε ως Άρης.

ΕΔΓΑΡ Δος μου το χέρι σου εδώ. Ακόμη ένα βήμα κ' είσαιτην άκρην του κρημνού. Δεν ήθελα να κάμω αυτό εδώ το πήδημα διά τον κόσμον όλον! Μέσα εδώ διαμαντικό θα εύρης, που αξίζει να το χαρή κάθε πτωχός. Και οι θεοί κ' αι Μοίραις να δώσουν καλορρίζικον το δώρον μου να είναι. Πήγαινε τώρα μακρυά. Αποχαιρέτισέ με. Παρακαλώ ν' μακρυνθής· ν' ακούσω ότι φεύγεις. ΕΔΓΑΡ Ώρα καλή, αυθέντα μου!

Τόσον εγοητεύθηκα από την αλήθειαν, από την αγαθότητα, με την οποίαν το είπεν, ώστε δεν εμπόρεσα να εκφράσω άλλως το αίσθημά μου, παρά επήρα το παιδί από την γην, και τόσον ζωηρά το εφίλησα, ώστε αυτό αμέσως άρχισε να φωνάζη και να κλαίη. — Δεν εκάματε καλά, είπεν η Καρολίνα. — Εταράχθηκα. — Έλα, Αμαλίτσα μου. εξηκολούθησε, ενώ το έπιασε από το χέρι και το κατέβαζε στα σκαλιά, πήγαινε νίψου από την δροσεράν βρύσιν, γλήγορα, γλήγορα, τότε δεν πειράζει. — Όταν εστεκόμην εκεί και παρετήρουν με πόσην προθυμίαν το μικρόν έτριβε με τα βρεγμένα του χεράκια τα μάγουλά του, με ποίαν πεποίθησιν, ότι διά της θαυμασίας πηγής θ' απεπλύνετο από παν μόλυσμα και θ' απηλλάσσετο από τη ντροπή πως θα της έβγουν άσχημα γένεια· όταν η Καρολίνα έλεγεν «αρκεί» και το παιδί μόλα ταύτα ακόμη ζωηρότερα επλύνετο, ωσάν το πολύ να επέφερε περισσότερον αποτέλεσμα από το ολίγονσου λέγω, Γουλιέλμε, ουδέποτε με περισσότερον σεβασμόν παρευρέθην εις βάπτισμακαι όταν η Καρολίνα ανέβη, ευχαρίστως θα ερριπτόμην μπροστά της όπως μπροστά σε προφήτη, όστις εξαγίαζε ταμαρτήματα ενός λαού.

Από την ημέρα που πέθανε ο γέρος καμιά προκοπή δεν είδε στην υπόθεση τους. Μάλιστα στο χειρότερο πήγαινε. Ο Αριστόδημος περιοριζόταν στα λόγια: θα κάμη τούτο, θα κάμη εκείνο. Στις βρισές: τον αχρείο, το Χαγάνο· τον κακούργο· τον αιμοβόρο· θα τον διώξη με τις κλωτσές· θα τον στείλη πίσω στην Κόκκινη Μηλιά· θα του πιη το αίμα! Μα να δουλέψη για το σκοπό του, να ιδρώση, να ετοιμαστή, τίποτα.

Εκείνος την κοίταξε με τα αδιάφορα μάτια του, όπως ενός ζώου, και δεν είπε αν θα πήγαινε ή όχι στη γριά. Καθώς γνώριζε ότι οι κυράδες του εκείνη την ώρα εξομολογούνταν, ξεφορτώθηκε το δισάκι, το απόθεσε στο σκαλοπατάκι και κάθισε να τις περιμένει. Οι τσουκνίδες του τρύπησαν τα χέρια.

Μα ο Δρύαντας επειδή δεν άκουσε αψήφιστα τα τελευταία λόγια του Δάμωνα, ενώ πήγαινε, στοχαζότανε μόνος του: — Ποιος τάχα νάναι ο Δάφνης; Αναθράφηκε από γίδα, σαν να νοιαζόντανε γι' αυτόν οι θεοί· είναι όμορφος και δεν μοιάζει καθόλου με τον πατσουρομύτη το γέρο και με τη μαδημένη τη γυναίκα του. Βρήκε και τρεις χιλιάδες, ενώ φυσικό είναι να μην έχη ένας γιδάρης μήτε τόσα αχλάδια.

Ζηλεύω τους πεθαμμένους, και ήθελα να ήμουνα μαζί τους. Δεν θέλω ούτε την αυγή να βλέπω πια, μα ούτε στη γη απάνω να πατώ· τόσω αγαπούσα εκείνην που μ' άρπαξεν ο θάνατος στον Άδη να την δώση. ΧΟΡΟΣ Προχώρησε, προχώρησε. Πήγαινε μέσ' στο σπίτι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο!.... ΧΟΡΟΣ Ο πόνος σου τους στεναγμούς αξίζει. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ Ξέρω στην οδύνην σου πως είσαι βυθισμένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο.....

Τώρα πήγαινε, αλλά πρώτον άκουσον του· λησμόνησε ότι με υπηρέτησες· λησμόνησε πού κατοικούν η Μαριάμ ο Πέτρος και ο Γλαύκος· λησμόνησε επίσης την οικίαν αυτήν και όλους τους χριστιανούς, θα έρχεσαι κάθε μήνα να βλέπης τον απελεύθερόν μου Δημάν, ο οποίος θα σου δίδη δύο χρυσά νομίσματα.

Σε λίγο φάνηκε το Βαγγελιό. Ανέβαινε τον ανήφορο και κάθε λίγο στεκότανε ν' ανασάνη· και τη λυπήθηκα που φανταζόμουνα την κούρασή της. Κρατούσε καλάθι, ώστε να φαίνεται σα να χορτολογούσε ή, πως πήγαινε σένα λαχανόκηπο δικό των, πούταν, παραπάνω. Σηκώθηκα πίσω από τα παράκλαδα της χαρουπιάς για να με δη. Κη καρδιά μου αληθινά σκιρτούσε, σα νάθελε να τρέξη σε προϋπάντησή της.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν