Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


ΠΟΛ. Ποίον άλλο παρά η Λημνία την οποίαν τόσον εξετίμα ο Φειδίας, ώστε και εχάραξεν επί του αγάλματος το όνομά του; Αλλά και η Αμαζών, η οποία στηρίζεται επί της λόγχης, δεν μου αρέσει ολιγώτερον. ΛΥΚ. Αυτά τωόντι είνε τα καλλίτερα και δεν έχομεν ανάγκην άλλων τεχνιτών. Τώρα λοιπόν θα προσπαθήσω να πάρω εξ εκάστου των αγαλμάτων τούτων ό,τι εξαίρετον έχει να το συναρμόσω εις μίαν εικόνα.

Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!

Λέγαμε και ξαναλέγαμε πάντα τα ίδια. — Όχι! όχι! Μην πης τέτοια λέξη, μην πης πως τον αγαπώ. Δε θέλω να τον αγαπώ, δεν πρέπει να τον αγαπώ. Εσύ έχεις τα λόγο μου· εσένα θα πάρω. Λυπούμαι που διάβασα το γράμμα και ντρέπουμαι τώρα.

Αυτή η αρρώστεια της γυναίκας μου μ' έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισσιάν και την Πεντέλην. Το μεγαλείτερον όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτο τόσον μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγότριαν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου.

Κι' αν έλθη χωρίς να το πάρω κάβο και χωρίς να τον δης και συ, τότε σκότωσέ με. Για τ' άλλα, άφησέ με να κάνω εγώ όπως ξέρω και φυλάξου μοναχά μην πης τίποτε στον Τριστάνο γι' αυτήν την επιστολή προ της ώρας του ύπνου. — Ναι, απήντησε ο Μάρκος, έτσι ας γίνη». Τότε ο νάνος σοφίστηκε μια βρωμερή ατιμία. Πήγε σ' ένα φούρνο, αγόρασε ψιλή φαρίνα αλεύρι και τώκρυψε στην τσέπη της ρόμπας του.

Αλλά ο Βασιληάς συγκινήθηκε, και για πρώτη φορά μιλώντας στον ανηψιό του: «Πού θα πας μ' αυτά τα κουρέλια; Πάρε από το θησαυροφυλάκιό μου ελεύθερα ό,τι θέλεις, χρυσάφι, ασήμι, γουναρικά, υφάσματα. — Βασιλιά, είπε ο Τριστάνος, δε θα πάρω ούτε πεντάρα, τίποτα. Όπως μπορέσω, θα πάω πιστά να υπηρετήσω τον πλούσιο Βασιληά της Φρίζης». Γύρισε τάλογό του και κατέβη κατά τη θάλασσα.

Αυτά είνε λόγια, παπά μου, είπε κουνώντας το κεφάλι, της η Ταρσίτσα. «Προφάσεις εν αμαρτίαις», που λέει το χαρτί. Εγώ δεν είπα μαθές πως είμαι καμμιά κοπέλλα, δεν είπα να πάρω κανένα παλληκαρούδι Όμως είνε κι' ανθρώποι μισοκαιρίτες, που γυρεύουνε να βρούνε μια νοικοκυρά, με μεστωμένα μυαλά, μια τίμια κι' άξια γυναίκα, νάχουνε σίγουρο το κεφάλι τους. Εδώ καν και καν παντρευτήκανε.

Οι δυο ίσκιοι ζώνανε ολάκερη τη ζωή μου και το σφάλμα μου είτανε πως δεν μπορούσα να πάρω τον ήλιο από τον ουρανό, για να διώξω τον έναν από τους ίσκιους. Αυτό είταν το σφάλμα μου κ' η αυταπάτη μου. Γιατί δεν έβλεπα με ανοιχτά μάτια. Δεν άκουγα με αυτιά που ακούγανε. Έβλεπα μόνο τον πόθο μου, άκουγα μόνο τη φωνή του ονείρου μου, που νοσταλγούσε τη ζωή.

Τότε θα κρεμούσα τα μαλλιά μου απ' το παράθυρο και θα τάκανα σκάλα νανεβή ο αγαπημένος μου... Και όλο έκλαιγε, μέσα στο σκοτάδι. Το βασιλόπουλο τράβηξε κατά τα μάτια του. — Θα πάρω πάλι τα γκρεμνά και τα ποτάμια, θα διαβώ τις θάλασσες και τα βουνά, να φύγω μακρυά απ' την κακιά μου αγάπη. Και τράβηξε πάλι μακρυά απ' το σιδερένιο πύργο.

Σε μένα ήρθε αυτή η βοήθεια την ίδια στιγμή που η υποψία, πως η ζωή της πόλης είταν ολέθρια για τη γυναίκα μου, άρχισε να γίνεται σιγά σιγά βεβαιότητα και τέλος έφτασε στην απόφαση να την πάρω αποκεί και να γυρίσουμε στην εξοχή, που δεν έπρεπε να την αφήσουμε.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν