United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν εκείνην ελαφρά και ηπίως, ως κρουσθείς άργυρος, έτριξεν η Παναγία η Λημνιά με όλα τα ασημικά της χαρίσματα. Μίαν λάμψιν εφάνη ότι άφησαν τα μεγάλα τα μάτια της τα αμυγδαλωτά, λάμψιν συγχυσθείσαν με την επαναληφθείσαν αστραπήν, και η βρατσέρα η κινδυνεύουσα εχάθη με τα δύο πανάκια της πίσω από τον πέτρινον όγκον του Μπουρτζίου.

Αδειάζει κι' αυτή, οπού και εις τον ύπνο της ακόμα πλέκει την κάλτσα της κινούσα τα χέρια της! . . . Και ανεστέναξε βαθέως: — Να ήμουν ταχυά κι' εγώ στην Παναγία την Λημνιά, τη ενορία μας, ταχυά το ψυχοσάββατο! Τι κόλλυβα σωρό, οπού θα πάνε για όλους τους πεθαμένους! . . .

Από έν δελόφρακτον κατέναντι παράθυρον όπισθεν του δεξιού χορού, εφαίνετο το πέλαγος μαύρον και απειλητικόν, ο δε παπα-Λάμπρος στρέφων συχνά-συχνά εκεί τα όμματα, εκύτταζε με τα γυιλιά του τα μεγάλα και σείων την κεφαλήν του εν απελπισία εξηκολούθει την Παράκλησιν. «Των παθών μου τον τάραχον η τον Κυβερνήτην τεκούσα Κύριον και τον κλύδωνα κατεύνασον . . . . .» — Παναΐτσα μου Λημνιά μου!

Η Βγένα, του καπετάν Βγενιού η σύζυγος, ήτο γνωστή διά την ευλάβειάν της εις όλον το χωρίον. Το μεγάλο ασημένιο στεφάνι της Παναγίας της Λημνιάς αυτή το είχεν αφιερώσει. Μίαν ολομέταξον ποδιάν άσπρην από βροχόν με λωράκια γαλάζια, διά το αναλόγιον της Παναγίας, αυτή την είχεν υφάνει. Ήτο η Παναγία η Λημνιά, η προστάτις της Βγένας και του χωρίου όλου.

Παναγία μου! ανεφώνησεν η Βγένα η καπετάνισσα, ήτις είχε στυλωθή παρά την θυρίδα και ήκουε καθαρά πλέον. — Ο καπετάν Βγενιός, παπά μου, η βρατσέρα μας επάνω εις τον μώλον του Σχοινά! Να, τα πανάκια της! Να, το φαναράκι της αναμμένο! Παναγιά μου Λημνιά μου! Και ετέντωσε καλώς τα μάτια της η δεομένη, προσπαθούσα κάτι άλλο ακόμη να διακρίνη.

Συνήχθησαν μετ' ολίγον αρκεταί γυναίκες του χωρίου έντρομοι, με τας μανδήλας λυτάς, τυλιγμέναιτα σάλια, — πρωτοβρόχια Σεπτεμβρίου και ήτο υγρασία μεγάλη και ψύχρα εις την υγράν πολίχνηνβαστάζουσαι μπουκαλάκια με λάδι, βαστάζουσαι θυμιάματα και λαμπάδας. Η γρηά Μυρώδαινα είχε πέντε υιούς, όλους μπαρκαρισμένους. Έσπευσε με πέντε κεράκια να τ' ανάψητην Παναγία την Λημνιά.

Διά τούτο ήτο γεμάτη αφιερώματα η Παναγία η Λημνιά! Παιδάκια, χεράκια, ματάκια, όλα ασημένια, εκρέμοντο εκεί εκ σχοινίου μεταξωτού οριζοντίως επάνω εις την εικόνα προσδίδοντα αίγλην και λάμψιν θαυμαστήν. Αλλά προ πάντων ασημένια καραβάκια και βαρκίτσαις ήσαν εκεί εν μέσω των αναθημάτων.

ΠΟΛ. Ποίον άλλο παρά η Λημνία την οποίαν τόσον εξετίμα ο Φειδίας, ώστε και εχάραξεν επί του αγάλματος το όνομά του; Αλλά και η Αμαζών, η οποία στηρίζεται επί της λόγχης, δεν μου αρέσει ολιγώτερον. ΛΥΚ. Αυτά τωόντι είνε τα καλλίτερα και δεν έχομεν ανάγκην άλλων τεχνιτών. Τώρα λοιπόν θα προσπαθήσω να πάρω εξ εκάστου των αγαλμάτων τούτων ό,τι εξαίρετον έχει να το συναρμόσω εις μίαν εικόνα.

Ακόμα και ο γυιος του καπετάν Λούσου οπού έπεσε στην θάλασσαν και επρόφθασε να πη μόνον: «Παναγία μου Λημνιά μου» και αυτός ανέκειτο εκεί ασημένιος με ολόχρυσον το πρόσωπον σαν άγιος.

Ήτο αρχαία εικών και μεγάλη η Παναγία η Λημνιά με το μεγάλο πρόσωπο και τα μεγάλα μάτια, την οποίαν είχον φέρει εις την νήσον ως εφέστιον αυτών λατρείαν εκ της μεγάλης Λήμνου αποικήσαντες ποτέ λήμνιοι εις την μικράν νήσον. Τρία μεγάλα πιθάρια είχαν χωμένα οι επίτροποι ως τον λαιμόν εις το υπόγειον διά το προσφερόμενον λάδι της Παναγίας της Λημνιάς, της οποίας η κανδήλα ήτον ακοίμητος.