Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Και να σου πω, μάννα μου, αν είνε να πάρω άντρα, η καρδιά μου μού λέει να τονέ διαλέξω ατή μου, μα το ξέρω πάλε πως αυτά στον κόσμο δε γίνουνται, και λέω, παρά να μου φυτεύουν ξένες αγάπες ταδέρφια μου, κάλλιο να μένω στην αγκαλιά σου που την έχω χάρισμ' από το Θεό. Κι α σαφίνανε να διαλέξης, Αρετούλα, ποιόνα θα διάλεγες; Αρετ. Με κάνεις και γελώ, καημένη μάννα!
— Κόρη, για δος μου φίλημα 'ςτά μαύρα σου τα μάτια, Κόρη, εγώ σ' αγάπησα, κ' εγώ θα να σε πάρω. — Μήτρο, καϋμένε, μην το λες. Ρίξε τα μάτια 'ς άλλη. ..................................................... — Τ' έχεις απόψε Μήτρο μου, και μου είσαι πικραμένος; — Δόλια μανούλα μ', άσε με, πλειότερο μη με θλίβεις. . . . Θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Εγώ να πάρω τον Πατούχα, να με πούνε Πατούχαινα, εγώ, εγώ! ... Σκίσου γης και βάλε με! Μα με τα σωστά σου μου το λες; — Με τα σωστά μου, απήντησε με ήρεμον πείσμα η χήρα. Δε θα βρης καλλίτερο. Η Μαργή ητένισε την μητέρα της, κατακόκκινη εξ οργής. Κάποιος βαρύς λόγος ανήλθεν εις τα χείλη της και τον κατέπιεν. Έπειτα είπε με την αυτήν έξαψιν: — Αν είν' αυτός για μένα, να μη δω μοίρα!
Πριν όμως πατήση στη βάρκα πισογυρίζει και κρεμά στην αριστερή μασχάλη χρωματιστό μεταξομάντηλο και παίρνει στο χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Το ένα γάμου κάλεσμα, το άλλο συμπεθεριάς σημάδι. — Γεια σας κ' ήρθα, λέγει της γριάς. Είμαι ο καπετάνιος της «Κυραδέσποινας» που άρραξε προχτές στο νησί σας. Τ' όμορφο καράβι ταιριάζει με όμορφη καπετάνισα. Ήρθα να πάρω το Λενιώ γυναίκα μου.
Αλλά βέβαια ο γυιός της δεν ήτο για τη θυγατέρα της Ζερβούδαινας, ούτε η Ζερβουδοπούλα για το Μανώλη. — Δεν την αφίνεις την κουζουλή! είπεν ο Σαϊτονικολής. Το δακτυλάκι τση Πηγής δε δίδω να πάρω δέκα από τέτοιο κουζουλόσογο. Μήγαρις είνε και γυναίκα; Ένα 'λιολιό, ένα πράμμα άψητο, απού όποιος τήνε πάρη πρέπει να την αφίνη μέσα στο σπίτι, για να μη τηνε 'δη ο ήλιος κιαρρωστήση. Δε μάςε χρειάζεται.
— Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το ράσον μου. Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα. — Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς. — Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κ' έρχομαι αμέσως να τον πάρω. — Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς. — Και βέβαια!
Εκαθούντονε στον ήλιο με ταυτιά πεσμένα, σα γάιδαρος κουρασμένος. «Αι! είντα κάνεις; του λέει· καιρός είνε να σου πάρω και την άλλη γυναίκα. — Δε θέλω άλλη. — Γιάιντα; — Ετούτη που πήρα με φτάνει και μου περισεύγει. — Μα συ ήθελες δέκα ... — Όι, όι, δε θέλω άλλη». Ο Μανώλης εγέλασεν, αλλ' εγέλασε μάλλον δια την μωρίαν εκείνου του νέου, ο οποίος δεν επέμενε να πάρη και τας άλλας εννέα γυναίκας.
— Πόσον ωραίος είσαι Ρούντυ! είπεν η γραία. — Μη με κάνης να το πάρω επάνω μου!» είπεν ο Ρούντυ και εγέλα· αλλά τον ευχαριστούσε αυτό. — Σου το λέγω πάλιν, είπεν η γραία: «η ευτυχία είναι μαζί σου!» — Όσο γι' αυτό έχεις δίκαιον! είπε και εσκέφθη την Μπαμπέτταν. Ποτέ ακόμη δεν είχε δοκιμάσει τοιούτον πόθον κάτω εκεί μέσ' 'στη βαθιά κοιλάδα.
Η γραία με ωδήγησεν εις ένα που αυτή εγνώριζε νέον πραγματευτήν, ο οποίος είχεν από κάθε είδος μεταξωτά· εκεί εδιάλεξα ένα που μου άρεσε τόσον, ώστε διά να το πάρω ήθελα δώσει κάθε τιμήν που ήθελε μου ζητήσει.
Οι νέοι μας είχαν συμφωνήσει διά χορόν εις την εξοχήν και σ' αυτό και εγώ ευρέθηκα πρόθυμος: Έδωκα το χέρι εις μίαν καλήν, ωραίαν, άλλως ασήμαντον νεανίδα του τόπου, και συνεφωνήθη να πάρω μίαν άμαξαν και να πάω με την χορεύτριάν μου και την εξαδέλφην της έξω εις τον τόπον της διασκεδάσεως, και να προσλάβω καθ' οδόν την Καρολίναν Σ . . . — Θα γνωρίσετε ωραίαν νέαν, είπεν ο σύντροφός μου, όταν διηρχόμεθα εφ' αμάξης διά του εκτεταμένου και αραιού δάσους προς την έπαυλιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν