Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Τέλος, όταν έφτιασε το κόττερο ο Μήτρος, όστις ήτο δεύτερος ανεψιός του, τον προσέλαβεν ως τακτικόν συμπλωτήρα άμα και νηοφύλακα. Προς τι να υποχρεώνεσαι, του είπε, «μπάρμπα», να κοιμάσαι στο ξένο κατώγι, αφού «καλλίτερα για σένα» σ' έδιωξεν η γυναίκα σου; έλα να κοιμάσαι μέσ' το κόττερο, κάτω στην πλώρη, που κάνει μεγάλη ζέστη, ζέφκι και καλοπερασιά.
Ο ξένος, σκεφτικός και μελαγχολικός, έλυσε το μουλάρι του από ένα δέντρο, που το είχε δεμένο, κι' ακολούθησε τον προύχοντα, σα χωρίς να θέλη. Όλοι οι Μικροχωρίτες έρριξαν τα μάτια στον ξένο, σα να είταν κάτι τι περίεργο και αφύσικο, που μπορούσε ν' αγρυπνάη τη νύχτα έξω με τα σκυλλιά και με τα σκοτάδια, και να μπαίνη την ημέρα στην εκκλησιά και ν' ανταμόνεται με τους ανθρώπους.
Θα μπορούσαμε να τον υποδεχτούμε σαν να ήταν ξένος. Καλώς τον τον ξένο!», είπε σαν να χαιρετούσε κάποιον που έμπαινε εκείνη τη στιγμή από την πόρτα. «Εντάξει. Και εάν συμπεριφερθεί άσχημα, θα τα μαζέψει και θα φύγει όσο είναι καιρός.»
Κοιμούνται γύρω τα περιβολάκια με τα ψηλά κυπαρίσσια τους, πέρα τ' αμπέλια μόλις χωρίζουν και το ποταμάκι κάτω πόπλυνε τόσες όμορφες μέρες τα ρούχα της η νύφη, ακούεται σα να κλαίη παραπονεμένα κι αυτό, για τον ξενιτεμό της. Φεύγουν φεύγουν κι από μπρος της φεύγει κ' η αγαπημένη όψη του χωριού της, πόζησε σ' αυτό όλη τη ζωή της για ν' ακολουθήση τόρα τον ξένο αυτόν τον άντρα της.
Γύρισε και κύτταξε το μαύρο του ράσο, τα μακρυά του γένεια, το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι του και του φάνηκε πως έβλεπ' έναν άλλο άνθρωπο, ξένο, κολλημένο με τον εαυτό του, από διαβολική συνέργεια.
Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• «Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει 400 των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη• και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης• μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη. αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο• 405 ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα; μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας; ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση; πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο 410 να γνωρισθή• και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι».
Κι' η γη τη χλόη εντύνεται, Τα δάση της ισκιόνουν, Τα κρύα χιόνια λιόνουν, Ο ουρανός γελάει. Τα λουλουδάκια βάφουνται, Τα πλάγια χρωματίζουν, Κι' ηδονικαίς φωτίζουν Η δροσεραίς αυγαίς. Στο αγκαθερό τραντάφυλλο Γλυκολαλάει τ' Αηδώνι. Το ξένο Χελιδώνι Ταιριάζει τη φωλιά. Στους κάμπους πλούσια κι' άκοπα, Σε πράσινα λιβάδια, Τα ζωντανά κοπάδια Βελάζουν και πηδάν.
Και έτσι ενώ τώρα εγώ φροντίζω μέσ' στο σπίτι για ένα ξένο, που ληστής θα είναι ή κακούργος, εκείνη πάει, χωρίς εγώ να πάω από πίσω, χωρίς να πιάσω μια στιγμή το χέρι και να κλάψω εκείνην που για όλους μας μητέρα, αλήθεια, ήταν. Γιατί από πολλά κακά μας έσωζε, με γλύκα, όταν περνούσε τον θυμό του Αδμήτου. Έχω δίκηο λοιπόν να τον σιχαίνωμαι τον ξένο μας που ήρθε μέσα σε τέτοιες συμφορές;
Κι εξόριστον εδώ και θλιβερό ένα κύμα θερμό με ξαναρπάζει, και ό τι καλό δικό μου λαχταρώ και ό τι ξένο χαμένο με σπαράζει. Και η καρδιά μια ραγίζει και πονεί, μια παλεύει, ανταριάζεται, φουσκώνει, ως που ειρηνεύει πάλι ταπεινή, και η παλιά της αγάπη την πυρώνει. Και για τον κόσμο ανώφελη, σωπά πάθη και μίση· και μονάχα ξένα και δικά της με τόση ορμή αγαπά, με όση δεν τα είχε πριν αγαπημένα.
Σ' έναν ξένο, που για να μ' ευχαριστήσει, μου επαινούσε τους αρχαίους Έλληνες, αποκρίθηκα πως εμείς οι τωρινοί Έλληνες δε θεωρούμε δικά μας τα έργα που έκαναν εκείνοι, και μας αρέσει να πλάσουμε εμείς άλλα. Και μου είπε τότε αυτός, πολύ σοφά: ― Έ χ ε τ ε κ α ι ρ ό μ π ρ ο σ τ ά σ α ς!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν