Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».

ΞΟΥΘΟΣ Καλά• όσα χρειάζονται να μάθω, τάχω μάθη• πηγαίνω μέσα στο ναό• γιατί, καθώς ακούω, άνοιξε στο ναό μπροστά χρηστήριο κοινό για κάθε ξένο• καιαυτή την ευτυχή τη μέρα, θέλω κ' εγώ του Απόλλωνος το μάντεμα να πάρω. Και συ, γυναίκα, στους βωμούς κοντά, κλωνάρια δάφνης παίρνοντας, παρακάλεσε, για ν' αποχτήσουμε παιδί, ναν' οι χρησμοί καλόμοιροι, που απ' το ναό θα φέρω.

Πως με τες μετοχές του και με τες ψευτιές του, με τες θέσες, τες υποτροφίες και τους γαμπρούς του, μας άφισε γυμνούς σε ξένο τόπο, πως μας αφάνισε, πως μ' ερήμαξε, πως πεινούμε και αν δεν κάμη τίποτες για μένα, θα του χώσω το λάζο μου στην κοιλιά και έπειτα θα πάω να πέσω στη θάλασσα με μια πέτρα ατό λαιμό.

Καλά λες, είπε η γεροντότερη της συνοδείας, μ' αναστεναγμό, αλλά να ξεπεζέψη τέτοια ώρα και σαββατόβραδο σε ξένο χωριό δεν πάει! Θάναι δικός μας αυτός! Θάναι χωρίς άλλο ξενιτεμένος από το χωριό μας!.. — Τι κάθεσαι και λες, κακορρίζικη Κυρά-Κώσταινα, είπε μια γυναίκα, σαν από μέσα της, αλλά φωναχτά. Τι καψαπαντοχή έχ'ς και νειρεύεσαι ξενιτεμένους; Δεν πήρες ακόμη τον απόθωρό σ;

Πρόσταξε τότε να δέσουν τον ξένο, που αποκότησε να πατήση το περιβόλι του βασιλιά, και να τον πάρουνε μακρυά από τη χώρα του να τον ρίξουν στάγρια θηοία. Κι' από το κακό του πρόσταξε να κτίσουν ένα σιδερένιο πύργο και να κλείσουν μέσα τη βασιλοπούλα. Η βασιλοπούλα άρχισε τα κλάματα και τα παρακάλια, μα ο βασιλιάς δεν άλλαζε γνώμη.

Το μίσος και την περιφρόνησί του στον παππά Συνέσιο την έδειχνε φανερά, γιατί μόλις άκουε πως έρχεται, εσύναζε τα ρούχα του κ' έφευγε γρήγορα γρήγορα γι' άλλο Μοναστήρι, σε ξένο τόπο· δεν ήθελε να τον αντικρύση· πόσα δεν είχε κάμη ο παππά Συνέσιος να τονε δελεάση, να τον γυρίση στο μέρος του. Γλυκόλογα, δώρα, ξεχωριστές περιποίησες δεν έκαναν τίποτα.

Διπλή τότε ακουγότανε η μουσική στο σπίτι γιατί εκείνος ούρλιαζε, χωρίς να τόνε μέλη για τη δική μας συμφορά, ενώ ημείς οι άλλοι εκλαίγαμε τον θάνατο της δύστυχης κυράς μας. Όμως από τον ξένο μας εκρύβαμε τη λύπη, γιατί έτσι διέταξε ο Άδμητος σε όλους.

Τότε ο Έφις θυμήθηκε το πανηγύρι στο Ριμέντιο, τη Νατόλια και την Γκριζέντα που χόρευαν έχοντας στριμώξει ανάμεσά τους τον ξένο και ένας δυνατός πόνος τον διαπέρασε, αλλά ο πόνος αυτός του δημιούργησε μια έντονη επιθυμία μα κάνει κάτι ενάντια στη μοίρα. «Πού μπορώ να τον βρω; Να είναι στο Μύλο τώρα;» «Κατά φωνή…

Τώρα γιατί τα σκυλλιά πώχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν μπορώ να σας το ειπώ, γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας, κι' έρχουμαι στο Γκεσούλη μου. Η ιστορία, που θα σας διηγηθώ τώρα έγεινε στην Ήπειρο, και λέγω ιστορία, γιατί το διήγημα μου είναι αληθινό, κι' ούτε πολλά χρόνια είναι πώγινε το πράμμα.

Όλοι έβλεπαν μ' απορία τον ξένο και με φόβο παρατηρούσαν για να βρουν κανένα πράμμα, που να μοιάζη με το ίσκιωμα της νύχτας. — Αλλά πάλε μπορεί να μπη ίσκιωμα στην εκκλησιά; Λοιπόν αυτός δεν είναι ίσκιωμα! — Αλλά ποιος νάναι;

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν