Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Κοντά στο νου, αφού ξένο θα μας φανή όχι το πράμα μονάχα, μα ως κ' η λέξη. Κ έτσι νομίζω πως το φραγκορωμανικό και μάλιστα το χυδαίο , γιατί ένας καλός συγραφέας στη Γαλλία θαποφύγη τέτοιους όρους, είναι η ψηφίδα του κ. Σωτηριάδη περισσότερο από τη γλώσσα τη δική μας, τη ρωμαίικη. Μα ξέχασα που ο κ.

Σε προσκαλώ για ξένο μου σε φιλικό τραπέζι στο σπίτι μου, θάρθης μαζύ μ' εμένα στην Αθήνα, τάχα σαν νάσαι θεατής, κι όχι παιδί δικό μου• γιατί δεν θέλω, ευτυχής εγώ, τη σύζυγό μου, που είν ως τώρα άτεκνη, σε λύπες να την ρίξω. Κι' όταν περάση ο καιρός, θα σε παρουσιάσωαυτήν, όπου της χώρας μου το σκήπτρο θα σου δώσω.

ΑΓΓΕΛΟΣ Δώρον κάποτε απ’ τα χέρια μου αυτός σ’ επήρε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι έτσι με πολυαγάπησε τον ξένο εμένα; ΑΓΓΕΛΟΣ Άκληρος καθώς ήτανε σ’ αγάπα εσένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μ’ έκαμες, ή μ’ αγόρασες από κανένα και μ’ έδωκες στον Πόλυβον για ψυχοπαίδι; ΑΓΓΕΛΟΣ Σ’ ευρήκα μέσα στους γκρεμούς του Κιθαιρώνος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς επεριγύριζες αυτούς τους τόπους; ΑΓΓΕΛΟΣ Εβόσκαγα τα πρόβατα εκείθε απάνω.

Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε. Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε. — Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω. Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζη από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! — Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες; Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο.

Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη της ταμπακέρας, πούχε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα. Γύρισε να ιδή και δεν βλέπει κανέναν άλλον ξένον μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Είταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς είταν δυνατό!

Ένας τρίτος υπηρέτης πλησίασε επίσης έναν τρίτο ξένο και τούπε: — Η Μεγαλειότητά σας δε θα μείνη πολύν καιρό εδώ· θα τα ετοιμάσω όλα. Κ' ευθύς εξαφανίστηκε. Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος δεν αμφιβάλανε πως είχαν εμπρός τους μασκαράδες του καρναβαλιού. Ένας τέταρτος υπηρέτης είπε στον τέταρτον αφέντη. — Η μεγαλειότητά σας θ' αναχωρήση, όποτε θέλη, και βγήκε έξω σαν τους άλλους.

Νά από κάτω εκεί, είπα τέλος θαρρέψας· έβγαλα το χέρι μου από το σχοίνο και τους έδειξα το μέρος της χώρας. Ευχαριστούμε, μούπαν και έφυγαν, αφού μου άφησαν κάτωτον άμμο σε μια πέτρα αυτό το τάλλαρο. Και το εβρόντησεν ολίγον εις την τζέπην του ο παις. Κ' επανέλαβε την εργασίαν του εν τη χύτρα. — Θα ήταν ξένο καράβι και δεν εγνώριζε, συνεπέρανε τότε ο έτερος των ποιμένων.

Όταν λοιπόν θα 'ρθώ εγώ σε ξένο σπίτι, ξένος, που κ' η γυναίκα είν' άτεκνη, όπου της ίδιες λύπες είχε κι' αυτή προτήτερα με σένα δοκιμάση, βαρειά θα φέρνη πάντοτε την τύχη τη δική σου μπροστά στην ατυχία της, που συ παιδί ευρήκες.

ΟΡΑΤΙΟΣ Θεέ του Ελέους! αλλά τούτο πράγμα ξένο είναι πραγματικώς! ΑΜΛΕΤΟΣ Και συ λοιπόν ως ξένον να το καλοδεχθής. Πολλά πράγματα, Οράτιε, ο Ουρανός έχει και η Γη, 'πού καν δεν είδε 'ς τ' όνειρό της αυτή σας η φιλοσοφία. Ορκισθήτε.

Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ' έβλεπα στον ύπνο μου, και μ' εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ' εσηκωνόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; — Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο. Και έτσι ξημέρωνε, και έτσι βράδυαζε.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν