Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Αλλά τώρα η φυγή εφαίνετο αδύνατος, διότι μόνον θα εκράτυνε τας υποψίας· όθεν μετ' απηλπισμένης, σκοτεινής αποφάσεως και πάλιν επλησίασεν εις τον εχθρικόν και καχύποπτον όμιλον τον πέριξ του πυρός. Ολόκληρος ώρα παρήλθε· δι' αυτόν πρέπει να υπήρξε φοβερά ώρα και αλησμόνητος.

Εις τας συμφοράς οι ολιγώτερον λυπούμενοι και ενεργητικώτερον ανθιστάμενοι, λαοί ή ιδιώται, αυτοί είναι οι ισχυρότεροι μεταξύ πάντων». Τοιαύτα λέγων ο Περικλής προσεπάθει και την κατ' αυτού οργήν να παραλύση και να στρέψη την σκέψιν των από των παρόντων κακών.

ΣΤΕΦΑΝ. Ετούτο είναι κάποιο τέρας του νησιού, τετράποδο, που από κείνο, που εγώ λογιάζω, αρρώστησε· πού στο δαίμονα έμαθε τη γλώσσα μας; Θέλει το βοηθήσω· δεν χάνω τίποτε· ανίσως μου πιτύχη να το γλυτώσω, και να το ημερώσω, και να το φέρω μαζή μου στη Νεάπολη, αυτό είναι χάρισμα για κάθε βασιλέα που να εφόρεσε ποτέ αγελαδινό τομάρι.

Υπό το φως του ηλεκτρικού λαμπτήρος, ήρχισε να διαβάζη και να μας εξηγή συγχρόνως τας προρρήσεις τας οποίας ο Άγγλος σοφός έκαμε προ ημερών εις έν επιστημονικόν συνέδριον. «Όταν η υδρόγειος σφαίρα ήρχισε ν' αποψύχεται, περιεβάλλετο από ατμόσφαιραν εξ αζώτου και ανθρακικού οξέος.

Έστεκα εκεί κ' η συγκίνηση μου είτανε τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούσα να νοιώσω τίποτε από κείνα που έβλεπα. Έβλεπα πως ο γιατρός έστεκε κει κ' αιστανόμουνα πως η γυναίκα μου με κρατούσε αγκαλιασμένον σφιχτά. Έβλεπα καθαρά πως φαινότανε χαρούμενη, μάλιστα πιο πολύ από ευτυχισμένη και πως έπρεπε να είμαι και γω. Άκουσα κάτι για μια λιποθυμία, που τώρα πέρασε και πως ο γιατρός τη θαρρούσε ασήμαντη.

Το λοιπόν όταν ανέτειλεν ο ήλιος εβγήκα από το κλουβίον μου, όμως πολλά αδύνατος και ασθενημένος από το φαρμακερόν φύσημα του όφεως που με θυμόν εφυσούσεν ολόγυρα· αλλ' όταν έφαγα κάποια χόρτα αντιφάρμακα και έπια νερόν κρύον και δροσερόν, εθεραπεύθηκα εν τω άμα και εκίνησα προς τον αιγιαλόν και φθάνοντας εκεί βλέπω ξέμακρα ένα καράβι· τότε άρχισα να φωνάζω, εξαπλώνοντας εις τον αέρα ένα άσπρο μανδύλι που είχα διά σαρίκι και όταν με ήκουσαν και με είδαν οι ναύται, ο καραβοκύρης ευθύς έστειλε το καΐκι έξω, και με επήρε μέσα εις το καράβι.

Η δυστυχής εξύπνησεν έντρομος, περιρρεομένη από άλμην και ιδρώτα. Ηύχετο πλέον, και πάραυτα το απεφάσισε, να μην κοιμηθή άλλην φοράν εις την ζωήν της, αν ήτον διά να βλέπη τέτοια όνειρα. Ο θάνατος θα είναι ο κάλλιστος των ύπνωναρκεί να μην έχη κακά όνειρα! Τις οίδε! — Μόλις το εσκέφθη, και μετ' ολίγον απεναρκώθη πάλιν.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος, απαθέστατος, πάντοτε ψυχρώς θεωρών τα του κόσμου, ως εθεώρει του βουνού της κλάρες, αίτινες δεν χρησιμεύουσιν ειμή διά καύσιμον, δεικνύει μόνον ανησυχίαν διά την έρημον κάτω κλίνην του, συνεχώς καταβαίνων και παρακαλών την κόρην του να σηκωθή και ν' αναβή επάνω. — Κοιμήσου συ επάνω, πατέρα, εγώ ευχαριστούμαι εδωδά! Απήντα η ταλαίπωρος.

Κατ' αρχάς ανεκίνει με χάριν το λιγυρόν σώμα και την ωραίαν κεφαλήν της, ίνα αποτινάσση την χιόνα· αλλά μετά μικρόν κουρασθείσα και κατατρυχομένη υπό του ψύχους, την αφήκε να προσκολλάται επάνω της ελευθέρως. — Τι φοβερό! τι φοβερό πράγμα! όλοι μας ελησμόνησαν εψιθύρισεν ο Γιάννος κλαυθμηρώς. — Όχι και ο Θεός, Γιάννο μου· είπεν η Μάρω με γλυκείαν φωνήν

Τι να ειπούμε; μελαγχολικός ερώτησε ο Κώστας Αξιώτης. Τέτοια νυχτιά σαν την αποψινή δεν θέλει παραμύθια· όχι δεν θέλει παραμύθια. Εδώ στον άγριον κόρφο που είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το πικρό μούγκρισμα της Μαύρης θάλασσας, σαβανωμένοι από τον άσπρο θυμό τ' ουρανού ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη που έχουμ' εμείς τόρα.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν