Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Η Ζωή της Λιόλιας έπιασε άλλο δρόμο τώρα άλλαξε το σκοπό της τον τραγουδιστό. . Η ζωή είναι τραγούδι που σβύνει- Η ζωή είναι ποτάμι που κυλά. . . Πως τρέχει ένα νεράκι πούρχεται απ’ το βουνό ήσυχο και κελαϊδιστό και στέκεται και βλέπει τον ήλιο και σιγοκυλάει μέσ’ απ’ τον κάμπο και γλυκοκουβεντιάζει με τα λουλούδια που το χαιρετούν κι έξαφνα φθάνει στην άκρη ενός γκρεμού και πέφτει αφρίζοντας σε δάκρυα βουερά κάτω σε μια λίμνη κοιμισμένη και χάνεται στασάλευτά της βάθη τα μαυροπράσινα ;-πώς κάνει φτερά το τραγούδι της ψυχής που λαχταρά και πετιέται κυματιστά πάνω απ’ τα σχοίνα και τις κορφές των πεύκων και πάνω απ’ τα κίτρινα σπαρτά σαν τη σιταρίθρα και άξαφνα βγαίνει ένα σύννεφο μπροστά στον ήλιο της ζωής και το τραγούδι μουντώνει και γίνεται βαρύ κι αργό με τη φωνή γονατισμένη ; -έτσι και της Λιόλιας η ζωή τώρα μονομιάς απ' τη βουή του πόνου έπεσε σε βάθη κοιμισμένα- έτσι και το τραγούδι της ζωής της απ’ τον ήσκιο βάρυνε, μούντωσε και τσάκισε Απ’ την ημέρα που ξαναπάτησε το πόδι της στην κάμαρη πούχε πεθάνει η Βεργινία, σκοτείνιασ' η ψυχή της: ζούσε σα μέσα σε κάποιον από 'κείνες τις συννεφιασμένες νύχτες, τις ασάλευτες και ναρκωμένες, με περίχυτο ένα φως χλωμό απ’ το πνιγμένο το φεγγάρι. . . Κ’ έτσι πέρασε η ζωή της εφτά μήνες χωρίς να βγη απ’ αυτό το ησκιόφωτο. . κάτω απ’ το παντοτεινό πέπλο το συννεφένιο η θλιμμένη αποφεγγιά του βάραινε περισσότερο την ψυχή της παρά νάκανε σκοτάδι- Αυτό το συννεφένιο πέπλο ήτον ο ήσκιος της Βεργινίας Κι όπως ανοίγουν που και που τα νέφελα και φαίνεται το φεγγάρι που ταξιδεύει λυπημένο κι αμίλητο σ' ένα πέλαγος έρημο, πίσω απ’ ασημένια αέρινα βουνά κι αυτά πάλι κλείνουνε στο διάβα του και το πνίγουν-έτσ' ήτον και τις λίγες φορές που κουνήθηκε η ψυχή της απ' τη νάρκη ναναλάμψη σε χαρά η θλίψη.
Η θεια Ελέγκω έστειλε και πήρε απ’ το μπακάλη λίγες ελιές και ταραμά, σα σαρακοστή που ήτονε, να φάνε. . μα δεν άγγιξε η Λιόλια.
Έκλεισε το λογαριασμό της με τον κόσμο, αφού είπε, πριν πεθάνη, πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά και μέ. Ύστερα από λίγες ώρες έκλεισε τα μάτια της. Τα έκλεισε δίχως αγωνία ήρεμα κ' ήσυχα έτσι όπως σβήνει ένα κερί. Έζησε την ξεχωριστή ζωή της και πέθανε τον ξεχωριστό της θάνατο. Είτανε τόσο αδύνατη, ώστε δεν πάλεψε με το θάνατο. Είχε παλέψει πριν αρκετά με τη ζωή.
Δύναται κανείς με λίγες ασκήσεις να κάνη το σώμα του δυνατόν κι' απρόσβλητον από κάθε ασθένειαν; Και μου εφάνη ότι ήτο πλέον καιρός, μόλις έλαβα αυτήν την απάντησιν, να καλέσω τον άλλον τον φιλογυμναστήν, όστις εις το ζήτημα αυτό να με βοηθήση λιγάκι ως πλέον πεπειραμένος εις την γυμναστικήν.
Καθώς έκλεινε τα μάτια της, λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά της, πούχανε ξεφύγει στα μελίγγια της, γυαλίσανε παράξενα στο φως της λάμπας. Ήτανε κάτασπρες σαν το ασήμι. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο. Μα και στο σκοτάδι των ματιών της δυο άσπρες κλωνές σαλέβανε ακόμα λυπητερά. Σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθή. Πρώτη φορά έννοιωθε πως τα πόδια της δεν τη βαστούσανε καλά.
Ήξερε για τη συμφορά και για το θάνατο της θείας Ρουθ και γι’ αυτό φοβόταν να γυρίσει στο χωριό. Ζούσε με τις λίγες λιρέτες που είχε κερδίσει από τη μεσιτεία της αγοράς του κρασιού για λογαριασμό του Μιλέζου, δεν ήξερε όμως τι θα έκανε μετά.
Αφού λοιπόν έπεισε μερικούς να πάνε μαζί του, και τους είπε πως σε λίγες μέρες έρχεται κι από τη Ρώμη βοήθεια, και τέλος τους έκαμε και κατάλαβαν πως εδώ είναι ζωή ή θάνατος, τους μοίρασε σε μικρές παρέες, τους έκρυψε σε σύδεντρα ξοχικά κατατόπια, κι από κει ξεχύμιζαν και κόβανε Γότθους. Τέλος και στην Αθήνα μέσα ώρμησαν, τους ξάφνισαν απάνω στα ξεφαντώματά τους και τους ανεμοσκόρπισαν.
Λίγες δρασκελιές μου είχαν μείνει ακόμα, ως που να φτάσω στην κορφή της ράχης, που έκρυβε το πολυπόθητο χωριό μου, και λίγες ακόμα στιγμές, ως που να ρίξω τη χαρμόσυνη ντουφεκιά του ξενιτεμένου, που θα έκανε όλες τες καρδιές του Χωριού, να λαχταρήσουν από χαρά και λίγες θα είταν οι καλότυχες, που θα δέχονταν ξενιτεμένο, αλλά η ανυπομονησιά μου σήκωνε κεφάλι, μέσα στα στήθεια μου πάλι, κακομούτσουνη και φοβερή, και μ' έκανε να νομίζω, ότι τα ποδάρια τ' αλόγου μου είταν καρφωμένα ψηλά στη γη, και βρίσκομουν από πολλή ώρα στην ίδια μεριά.
Να, εδώ και λίγες στιγμές, την ώρα που βρισκόσουνα μέσα, ήρθε ο Μηχανικός και μου τα ανάγγειλε όλα. Και το χειρότερο, καθώς μου είπε, πως όλοι αυτοί είναι ξαγριωμένοι εναντίο μου. . . Τώρα τι να κάμω; τι να κάμω τώρα; Ο Φιντής χτυπά το κουδούνι. ΥΠΕΡΕΤΗΣ Διατάξτε. ΦΙΝΤΗΣ Το καπέλλο και το παλτό μου. Γλήγορα το καπέλλο μου, σου είπα, και το παλτό μου.
Ο γιατρός μας είπε πως η αρρώστεια θα βαστούσε πολύ, ωστόσο μας βεβαίωσε πως δεν είτανε κίντυνος κ' επειδή από καιρό είχα στο νου κάποιο ταξίδι, έφυγα για λίγες μέρες με την ελπίδα πως άμα θα γύριζα, θα είχε περάσει το δυσκολότερο στάδιο. Πέρασα λοιπόν τρεις ολάκερες μέρες με καλούς φίλους και χάρηκα τη φιλία και την ωραία φύση χωρίς να έχω πολλή ανησυχία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν