United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά· αυτή είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο καραβοκύρης του είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να την πάρω εις αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ.

Αλλά εγώ, όπως εκατάφερα και μερικούς άλλους γέροντας να έρχωνται μαζί μου να παίρνουν μαθήματα από τον Κόννον, έτσι και τώρα θα προσπαθήσω να παρασύρω μερικούς άλλους· και πρώτα πρώτα εσένα, αν θέλης να μ' ακούσης· ίσως μάλιστα δεν θα ήταν άσχημο δόλωμα να πάρωμε μαζί και τους υιούς σου· διότι είμαι βέβαιος ότι, διά να τους έχουν εκείνους, θα συγκατανεύσουν να μας διδάξουν και εμάς.

Λάβε λοιπόν αυτούς τώρα και εκστράτευσον, αν θέλης. Είναι μωροί και επομένως έτοιμοι να σε ακολουθήσωσι. Δεν είναι όμως άφρων ο θεός, αλλ' εννοεί καλώς και διακρίνει τους κατηναγκασμένους και κακώς δοθέντας όρκους.

Αν θέλης δος μου τώρα διανοητικώς τον βραχίονά σου, και πηγαίνωμεν προς στιγμήν ν' αναμιχθώμεν εις το ρεύμα του πλήθους, όπερ φέρεται πυκνόν από της πλατείας της Ο μ ο ν ο ί α ς προς την οδόν του Α ι ό λ ο υ. Προσοχή μη μας πατήσουν, ή μη πατήσωμεν ημείς κανέν εκ των απειραρίθμων νηπίων, τα οποία σύρουσι κατόπιν των αι φιλόστοργοι αυτών μητέρες διά να τα διασκεδάσωσι.

Εν τούτοις ο Μάχτος εξηκολούθει να ασπάζηται την χείρα της Αϊμάς, και ο Θευδάς προέβη εις δευτέραν απόπειραν: «Φίλε μου, θα έλθη τώρα ο φιλόσοφος, κάμε φρόνιμα», τω είπε. «Ποίος φιλόσοφος;» — «Ο αυθέντης μου». — «Τώρα δεν μου έλεγες να πάμε να τον βρούμε;» — «Αλήθεια», είπεν ο Θευδάς. «Αφού λοιπόν θα έλθη, διατί μου είπες να πάμε;» — «Αν θέλης πηγαίνομε», απήντησεν ο Θευδάς. «Αλλ' αφού θα έλθη», είπε ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω σίγουρα, αν θα έλθη». — «Λοιπόν τότε πήγαινε συ να μάθης, είπεν ο Μάχτος, και έλα να μου πης αν πρέπει να πάμε ή να περιμένουμε». — «Αλλ' εγώ είμαι κουρασμένος, απήντησεν ο Θευδάς· συ μ' εξεγλώσσασες, μ' αφάνισες 'στόν δρόμο». — «Και μήπως αν θα έλθω και εγώ μαζύ, δεν θα ήσαι κουρασμένος;» Ο Θευδάς δεν απήντησεν.

Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνωεσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών. — Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης. Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής.

Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325 «Ωιμέν' αυτός ο στοχασμόςτον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε; ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέληςτο πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων, 'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330 αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις, και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει• εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια. αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335 συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη. και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα, και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».

Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας. κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω, κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα. τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει από τον δείπνον, έφερεαυτούς ο χοιροτρόφος, 50 κ' εσώρευσεν ογλήγορατα κάνιστρα τον άρτο, και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε, και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα. άπλωσαν 'κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55 ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου• «Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν; τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος». Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60 «Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης• και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65 εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω• πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».

Αχ! τι λέγεσαι Ρωμαίος; Αρνήσου τον πατέρα σου, παραίτα τ' όνομά σου, ή αν δεν θέλης, μοναχά πως μ' αγαπάς ορκίσου και έπαυσα να λέγομαι του Καπουλέτου κόρη ΡΩΜΑΙΟΣ Ν' ακούσω κι’ άλλα; ή αυτά με φθάνουν; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τ' όνομά σου είναι ο μόνος μου εχθρός.

Γυναίκα αν θέλης δος μου Την κόρη σου. Είχε ο Βασιλιάς του γάμον του βλαστάρι Μιαν θυγατέρα μοναχή, της χώρας του καμάρι, Κι' από καιρόν ο ωμορφονιός την κόρη του αγαπούσε, Κρυφά τον ωνειρεύονταν κι' αυτή και τον ποθούσε. Όμως δεν ήτον βολετό του θρόνου αυτή βλαστάρι Άντρα τον πρωτομάστορα των γεφυριών να πάρη. Δίνει το λόγο ο Βασιλιάς. — Λεβέντη, τόνομά σου; — Με λεν Μανόλη, Βασιλιά,