United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ψυχή του ανθρώπου αισθάνεται βαθύ σκότος και ερημίαν, όταν όλοι τον εγκαταλείπουν και ζη πάντοτε μόνος του. Κρίνε το από τον εαυτόν σου, αν θέλης. — Δεν στοχάζομαι καλά, αλλ' έτσι πρέπει να είνε, απήντησεν ο Γύφτος. — Λοιπόν βαρύνεται κανείς τον κόσμον αυτόν. Ποίος ειξεύρει πόσας κρυφάς και βαθείας πληγάς θα έχη ο καϋμένος ο κύριός μου, και πόσον θα πονή μέσα του. — Και αυτό γίνεται.

Αν θέλης δε να μάθης και τι γίνεται όταν κανείς δεν ακολουθή την συμβουλήν αυτήν, κύτταξε αυτόν τον άνθρωπον, ο οποίος από την μεγάλην του αφοσίωσιν εις τα γράμματα, και δεν κοιμάται καλά, και δεν γυμνάζει διόλου τα μέλη του σώματός του κ' έχει καταντήσει σκελετός από τας πολλάς φροντίδας.

Αν νικήσω κράτησέ με κοντά σου. Ή, αν δε θέλης να με κρατήσης, θα φύγω σε μακρυνόν τόπο». Κανείς δεν εδέχθη την πρόκλησι του Τριστάνου. Ο Μάρκος πήρε στα χέρια του τα χαλινάρια του αλόγου της Ιζόλδης, κ' εμπιστευόμενος τη Βασίλισσα στο Λιντάν, πήγε παράμερα για να πάρη συμβουλή. Χαρούμενος ο Ντινάς έκαμε στη Βασίλισσα χίλιες τιμές και χίλιες περιποιήσεις.

Κι' αν θέλης να ξέρης, παπά μου, άκουσε τι λέει ο Εκκλησιαστής: «Τον καθαιρούντα φραγμόν δήξεται αυτόν όφις»· όποιος χαλνάει φράχτη το φίδι θα τον φάη. — Και ποιον φράχτη, σε παρακαλώ, κυρ Φραγκούλη, χάλασ' ο γυιός μου; — ηρώτησε με πείσμα ο κυρ Δημητράκηςγιατί ενόησα καλά, μη μου το αρνείσαι, πως τάχεις με το γυιό μου. — Ένας αρραβώνας μιας κόρης είνε φράχτης, είπεν ο Φραγκούλης.

Αυτά 'πα, και μου απάντησε• «λαμπρότατε Οδυσσέα, μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης• χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, 490 παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω. αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα, αν προμαχείτον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος• και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα, των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, 495 ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας, τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας. ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνωτο φως του Ηλίου, τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα, κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. 500 για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινατο δώμα του πατρός μου, θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέριααυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν».

Καλέ Σωκράτη, εγώ ευχαριστούμαι πολύ να ακούω τοιαύτα ζητήματα, διότι είναι ευκολώτερον εις την γεροντικήν μου ηλικίαν να παρακολουθώ, εάν όμως συ θέλης, ας επανέλθωμεν εις τα πρώτα πάλιν. Σωκράτης.

Άραγε σου είναι προτιμότερον μονολογικώς να διηγήσαι με μακρόν λόγον, όταν θέλης να εξηγήσης ένα ζήτημα εις κανένα, ή με ερωταποκρίσεις, καθώς μίαν φοράν εγώ παρευρέθην, όταν ο Παρμενίδης διηγήθη λόγους ωραιοτάτους και ήμην νέος εγώ τότε, ενώ εκείνος ήτο πάρα πολύ γέρων; Ξένος.

Καλά λέγεις, αλλά προσπάθησε να εξηγήσης καθαρώτερα εις ημάς αυτό που λέγεις τόρα. Αυτό θα γίνη. Αγαπητοί μου φίλοι, εις την εποχήν των παλαιών νόμων δεν ήτο κανενός κυρίαρχος ο δήμος, αλλά κάπως ήτο εκουσίως υπόδουλος εις τους νόμους. Ποίους εννοείς; Τους περιστρεφομένους εις την μουσικήν πρώτον της εποχής εκείνης, αν θέλης να εξετάσωμεν από την αρχήν την μεγάλην πρόοδον του φιλελευθέρου βίου.

Μάτην επέμεινεν η νεάνις, και μάτην ικέτευσε και εθώπευσε, . . και έκλαυσεν επί τέλους, ως αι γυναίκες ηξεύρουσι να κλαίωσι. — Μη ζήτει, Ψυχή μου, απήντησεν εκείνος, να μάθης ποίος είμαι. Έσο ευδαίμων εις τας αγκάλας μου, όπως είμαι εις τας ιδικάς σου, και μη θέλης άλλο περισσότερον.