Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Είνε από εκείνους τους μικρούς ανθρώπους, τους αγνώστους τους αφανείς· τον οποίον όμως δεν θα εδίσταζε, νομίζω, ένας να ονομάση και ήρωα! Τουλάχιστον εις εμέ τοιούτος παρουσιάζεται και ελπίζω, μετά την διήγησιν, να με δικαιώσετε.» Και ο ιατρός εξηκολούθησε. «Τα σπήτια μας ήσαν κατάντικρυ, και κάθε πρωί, μετά τον ύπνο, το πρώτον πρόσωπον όπου έβλεπα ήτο ο γέρω Αντωνέλλος.
Άλλαξε δηλαδή ο παππά Συνέσιος τρόπους εις όλα και άρχησε η μουρμούρα, η οποία σιγά σιγά ηύξανε εωσού έγεινε αληθινή βοή, σαν τη βοή που φέρνει μεγάλη θαλασσοταραχή. Του ρίχτηκαν όλοι του παππά Συνέσιου, μικροί μεγάλοι, καλόγεροι και κοσμικοί. Τον έλεγαν φανερά ήρωα σε κάτι σκάνδαλ' ακατονόμαστα. — Καλέ είδες πράμματα; — Ο αλιτήριος, ο κακούργος! — Να παππάς μια φορά! Να κλειδώνεται . . . φτου!
Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαν 'ς τα ωραία δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν. ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη 365 έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη, ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη· και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, 370 άμα τον είδε 'ς την μορφήν όμοιον των αθανάτων, και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων 'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην».
Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505 άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι, κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο. αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι, άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510 εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης, και συ 'ς του Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα, όπου ο Πυριφλεγέθοντας 'ς του Αχέροντα το κύμα, και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν• πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515 και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμά 'ς το μέρος, 'που σου λέγω, λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου, και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων• και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι, τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520 'ς ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης, και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία, ΟΜΗΡΟΥ κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525 και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη, κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα, και στρέψε τα 'ς το έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530 και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη. και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535 ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν 'ς το αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία. ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε• αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα, και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσης 'ς την πατρίδα». 540
Αλλά το μάλλον διακρίνον τον πρώην ήρωα της Αφρικής ήτο η κατοχή άλλης τινός ασυγκρίτως πολυτιμοτέρας συνταγής, η της προβιγκιανής ψαρόσουπας, της περιβοήτου bouilla- baisse. Το άγνωστον τούτο εις ημάς τους αναξίους διαδόχους μεγάλων προγόνων αγλάισμα της τραπέζης είνε προϊόν της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, εισαχθέν προ εικοσιπέντε αιώνων υπό Φωκαέων αποίκων εις την Μασσαλίαν.
Η διακοσμητική του αξία είναι φυσικά η ίδια που είναι και του άσπρου ή του χρυσαφιού η αξία· μπορεί να χωρίζη και ν' αρμονίζη τα χρώματα. Στα νεώτερα θεατρικά έργα το μαύρο φράκο του ήρωα γίνεται μοναχό του σπουδαίο και πρέπει να του δίνεται ένα κατάλληλο φόντο. Σπάνια όμως του δίνεται.
Ικέτιδες: Δράμα πολιτικό και πατριωτικό, αναγόμενο στον ήρωα Θησέα, ο οποίος θάβει τους Αργείους που έπεσαν μπροστά στα τείχη των Θηβών. Τον χορό της τραγωδίας τον αποτελούν οι μητέρες και τα παιδιά των πεσόντων. Αυτά τούτα τα χορικά θεωρούνται από τα παθητικώτερα της αρχαίας τραγωδίας καθόλου. Η μετάφραση, σε στίχους, του Ν. Ποριώτη.
Κι' ακούγοντάς τα αυτά ο τρίτος ο φίλος κουνάει γελαστός το κεφάλι του, σα να το περηφανεύεται που η τύχη του χάρισε τέτοιον ήρωα φίλο. Ως τόσο ο πλαγινός, τσιμουδιά. Γοργοσαλεύει το πόδι, χτυπάει τα δάχτυλα στο τραπέζι, να σκάση πάει που δεν καταπιάστηκε τέτοιον ηρωισμό απατός του, μόνο πλερώνει τώρα και τις δραχμές του. Σηκώνεται ως τόσο ο καταμεσιανός ο Ήρωας και σέρνοντας το σπαθί ξεκινάει.
Α δεν είταν αληθινή η ιστορία αυτή, σα βαρετές θάπεφταν οι απανωτές οι συφορές του ήρωά μας από τη μια, κι από την άλλη ταδάμαστο θάρρος του κ' η αστείρευτη του ελπίδα.
Μόνον αυτό το μικρόν ολίσθημα είχε πάθει εις τον βίον του, εγκαίρως όμως σταματήσας εις τον κατήφορον. Και πράγματι, η εικών δεν ήτο και ολίγον ταπεινωτική δι' ένα άνδρα ως τον ήρωά μου. Τουλάχιστον η εξωτερική αντίθεσις ήτο λίαν απότομος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν