Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Είτανε μα την αλήθεια να γίνη άνθρωπος δεισιδαίμονας με τέτοια δεινά. Τι παράξενο λοιπόν αν παρατήρησε ο κόσμος με πολλή ανησυχία το μεγάλο κομήτη που φάνηκε στα 531, το χρόνο ίσια ίσια που ήρθε άλλο, κι από τους σεισμούς πιο φοβερώτερο κακό, το μεγάλο θανατικό που συχνοφαινότανε από τότες και μισόν αιώνα, κ' έφερε τη μεγαλήτερη ρήμαξη που έπαθε τόπος από πανούκλα.

Παίζανε τον «Τυχερό Πέτρο» του Στρίντμπεργ και βέβαια ο Σβεν δεν ένοιωθε πολλά πράματα από το έργο, ωστόσο διασκέδαζε με το δικό του τρόπο. Διασκέδαζε τόσο καλά, ώστε η ευθυμία του μεταδόθηκε και στους καθισμένους τριγύρω του ... Έπειτα όμως ήρθε η σκηνή, που παρουσιάζεται ο θάνατος στον ήρωα του έργου, κι ο Σβεν σώπασε.

Από την άλλη μεριά ο Άρειος, βλέποντας ξεκαμωμένο τον Αθανάσιο, συλλογιέται πως καιρός του είναι να κατέβη και να θρονιαστή πια στην Αλεξάντρεια, και πηγαίνει εκεί μ' αυτό το σκοπό. Η Αλεξάντρεια όμως, ορθόδοξους γεμάτη, ησυχία δεν είχε αφότου ξαναφάνηκε πάλε ο Άρειος. Δεν τους ήρθε των φίλων του Αρείου και του Ευσεβίου αυτή η αναστάτωση. Μια και νάφτανε σταυτιά του Αυτοκράτορα, είτανε χαμένοι.

Το πείσμα μούδωκε το θάρρος να πω το δίστιχο, μισό τραγούδι μισό απαγγελία. Αλλά και το Βαγγελιό ήρθε στη βοήθειά μου· και με τη γλυκειά της φωνή τραγούδησε για μένα: Θαρρείς πως είμ' εγώ μικιό πως δεν πονεί η καρδιά μου; Σαν του μεγάλου καίουνται μέσα τα σωθικά μου. Κιόταν πιασμένη στο χορό πέρασε κοντά μου, έσκυψε μια στιγμή και με φίλησε.

Δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, δεν άκουε τίποτα. Ο μαγνήτης ήταν εκεί και το δυστυχισμένο ψίχαλο, έτρεχε να κολλήση απάνω του. Άπλωσε η δούλα τα χέρια σαν σε δέηση, έπειτα χύθηκε όλη στο πιάνο, άρπαξε μια φωτογραφία, την κόλλησε βιαστικά στα χείλη της και χάθηκε από την σάλα. — Δόξα μου! τιμή μου! κορώνα μου. Η κυρία Μαχαλά απολιθώθηκε. Ούτε μιλιά έβγαλε ούτε κουνήθηκε. Σπασμός της ήρθε.

Είχε μακριά χρυσά μαλλιά και για να θυμούμαστε το κοριτσάκι, που δεν ήρθε, η μαμά τα σγούραινε, ώστε να κρεμούνε σε μακριά δαχτυλίδια γύρω στο μικρό προσωπάκι με το απαλό δέρμα και τα παράξενα αγγελικά μάτια.

Κι' αληθινά, σε τρεις μέραις, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι, μήνες είνε από τότε. Η Αρχόντω, μετά μικράν σκέψιν είπε: — Πας να την φωνάξης; — Ποια, την Χ., του καπετάν Λυμπέρη; Τέτοιαν ώρα, έρχεται; — Τι ώρα είνε; Η κόττες τώρα κάτιασαν. — Πώς να πάω, μάνα; φοβάμαι. -Βγαίνω στο παραθύρι και σ' αγναντεύω· σε φυλάω με το μάτι· τρεις πόρτες παραπέρα είνε. — Ας πάω.

Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μαννούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θάρθη θάρθη η ώρα σου... Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα. Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήση απ' άλλο, πιο μαύρο δρόμο.

Ήρθε κι ο δάσκαλος, κ' έπιασε το στασίδι του δεξιού του ψάλτη. Κι ο δεξής ο ψάλτης, που έψαλλε μοναχός του τις Κεριακές, πήγε τώρα από ταριστερά. ' άρχισε ο αξημέρωτος ο «όρθρος». Τα τροπάρια περνούσαν από το δεξί παγκάρι στ' αριστερό, και σαν τέλειωναν, τα ξανάρχιζαν πάλι, να μαζευτή όλος ο κόσμος. Καλά τάψαλναν, και χαιρούσουνα να τακούς. Το τι όμως έλεγαν, αυτό δεν είτανε κανενός δουλειά.

Δε μπορώ ν' ακούω περισσότερο αυτές της τρέλλες». Σκεφτική απεσύρθη στο δωμάτιο της, έπεσε στο κρεββάτι, κ' είχε μεγάλη λύπη. «Δυστυχισμένη! γιατί να γεννηθώ; Η καρδιά μου βαρειά είναι και πληγωμένη. Βραγγίνα, αγαπητή αδελφή, η ζωή μου είναι τόσο σκληρή και τραχειά που χίλιες φορές θα προτιμούσα το θάνατο. Είναι κει ένας τρελλός, κουρεμένος σταυρωτά, που ήρθε δω μέσα στην κακή ώρα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν