Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Με γνωρίζει εμένα, θα σου μάθω όμως και σένα τον τρόπο να το ημερεύης. ΑΝΝΟΥΛΑ Να μάθουμε όλοι τον τρόπο, κ' εγώ, κ' η γιαγιά. Καλώς ώρισες. Χαίρουμαι που σε ξαναβλέπω. ΣΤΑΥΡΟΣ Ευχαριστώ, πατέρα. ΑΝΝΟΥΛΛΑ Ξέρεις, πατέρα, ο Σταύρος ήρθε να μείνη για πάντα πια μαζί μας. ΦΙΝΤΗΣ Το πιθυμώ και γω. ΓΙΑΓΙΑ Αχ! παιδιά μου, παιδιά μου, αυτή η στιγμή για μένα είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου.

Και ήρθε η βασίλισσα του Σαβά, που είχε ακούσει να τα εξιστορούν όλα αυτά μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου, και ζήλευε, επειδή κι εκείνη ήταν πλούσια και ήθελε να δει ποιος ήταν πλουσιότερος. Οι γυναίκες έχουν περιέργεια…Ένας από τους βοσκούς, που τον είχαν ελκύσει οι ιστορίες του τυφλού, πλησίασε στο υπόστεγο τρέχοντας σκυφτός για να μην βραχεί. Οι σύντροφοί του τον μιμήθηκαν.

Κατέβηκε στην αυλή κ’ έβαλε το κεφάλι του κάτω απ'τη βρύση. Έπειτα ήρθε μπροστά στον καθρέφτη και χτενίστηκε και συγυρίστηκε για όξω· έβαλε και την πεταλούδα του να καθήση ανάλαφρα απάνω στα βρεμμένα κατσαρά μαλλιά του. Πάω να σου φέρω την Κερά-Δημήτραινα από πλάι ή καμμιανή της κόρη να σου βαστήξη συντροφιά.

Αναγνώριζε ότι δεν είχε πλέον δικαίωμα να συνεπαίρνη στην κακοτυχιά του ξένη περιουσία, με βάσανα και ίδρωτα αποχτημένη και ξένη ζωή πολυάκριβη. Όμως αυτό ήταν η μεγαλήτερη δυστυχία του. Ήρθε κ' εψυχομαράθηκε· εσούρωσε σαν τον Άρειο. Άρχισε ν' αποφεύγη όχι πλέον τους ξένους αλλά και τους δικούς του.

Φταίει κι' ο πατέρας της, ξαναείπε σε λίγο. Του κοριτσιού του ήρθε φρένα. Σημαδιακά λόγια τους έλεγε. «Εγώ θα πάω να τονέ βρω, δεν μπορώ να κάνω μοναχή μου. Θα πάω να τονέ βρω». Έλεγε και καλά πως ο Γιαννιός πνίγηκε. Δεν ήθελε να πιστέψη πως παντρεύτηκε.

Τάχα τι λόγο έχει κ' έρχεται η άνοιξι στη γη και πρασινίζουν οι κάμποι και λουλουδίζουν τα δέντρα και μεστώνουν οι καρποί και γίνονται τα ξερά χλωρά και τα ψώφια ξαναζούν; Ποια θέλει ανταμοιβή από τη γη, από τους ανθρώπους, τα δέντρα και τα ζωντανά; Καμμία. Έρχεται και περνά· έτσι ήρθε και θα περάση τόρα και ο Μάγος. Άρχισε να μαυλίζει τα φουσάτα για να τα κλείση πάλι στην κασσέλα.

Τόρα τα γέλοια αντήχησαν στο καράβι από άκρη σε άκρη και στις στεριές δίπλα, σκαστά και τρανταχτά, που έπνιξαν κάθε άλλη φωνή. Αλλ' ο Μίμης ο Γαλαξειδιώτης ήρθε τότε σύντροφος στον γέροντα και ηθέλησε να τον βοηθήση στην γλωσσοφαγιά. — Μωρέ δεν τους μιλάς! είπε προστατευτικά. Όποιος δε μιλεί εδώ μέσα ζωντανόν τον θάφτουνε.

Όταν περάσανε τα πενήντα χρόνια, για όσο διάστημα είχαν αγοράσει τον τόπο οι γέροι μια φορά, ήρθε ο χωρικός που τον είχε ιδιοχτησία και τον ξαναπήρε. Έδιωξε τους νέους κατόχους αποκεί. Και για αυτό γκρεμιστήκανε τα σπίτια, σηκωθήκανε τα ξύλα και το χωράφι, που φυτευότανε πρωτήτερα πατάτες, γέμισε αγριόχορτα κι αγκάθια και το μέρος φαινότανε και δω σα να το ρήμαξε η φωτιά.

Ήρθε ο τέταρτος ο χρόνος, το δίσεχτο το 24, και στην απελπισιά του απάνω ο Μαχμούτης γυρεύει του Μεχμέτ Αλή την ταπεινωτική τη βοήθεια· κι' ο αχόρταγος ο Μεχμέτ Αλής, ο χασάπης των Μαμελούκων, τι άλλο καλλίτερο γύρευε; Σαν όνειρο τόβλεπε μπροστά του ένα πέλαγο από αίμα, αρίθμητες ρωμιοπούλες σκλαβωμένες, άλλα τόσα ρωμιόπουλα σφαγμένα, πυραμίδες κεφάλια, και το πιο σημαντικώτερο, την αφεντιά του Πασά του Μοριά και της Κρήτης.

Ξαναδένει στο μεσάλι ό,τι απόμεινε, και τηράει πάλε γύρω με μάτια σα νυσταγμένα, ορθάνοιχτα όμως και γαλήνη γεμάτα· θάλασσα σωστή, όσο θέλεις βαθειά, μα αυτή την ώρα ατάραγη κι ακυμάτιστη. Δε βλέπει ψυχή πουθενά! Της ήρθε όρεξη να πλαγιάση απάνω σε μερικά κιτρινόφυλλα που θάρρειες πρόλαβαν και πέσανε, να της δώσουνε στρώμα πιο ταιριαστό.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν