Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Χτύπα γλήγορα, παιδάκι μ', γιατί σέφαγε το κρύο! Του απολογήθηκε η κάκω η Μήτραινα. Σε λίγο το ποδοβολητό του μουλαριού ακούονταν ξαστερώτερα, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δεν το κουνούσε παραπέρα από εκείνη τη μεριά. Τον περίμενε εκεί τον Γιάννη της, ως που ήρθε. — Παιδάκι μ'! και ψυχούλα μ'! — Μαννούλα μ'! Ποιος σου πήρε τα σχαρήκια και βγήκες τέτοια ώρα εδώ να με καρτεράς;

Η μητέρα φοβήθηκε πως το παιδί της θα κουφαθή και μια μέρα ήρθε αγριεμένη στο σχολείο. — Άκου δάσκαλε, είπε του Καπετανάκη, εγώ το παιδί μου, τώβαλα στο σκολιό για να ξεστραβωθή. όι να μου το κουφάνης. Δε θέλω να το δέρνης. Σαν κάμη πράμμα, να μου το λες εμένα κεγώ το δέρνω. Γιατί, μα το Θεό πούν' από πάνω μας; άνεν το ξαναδείρης θαρθώ με το κόπανο!

Ζάρες έκαμε το πλατύ μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σαν να εκύλισαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος ξαπλωμένος τ' ανάσκελα στον πάγκο έμοιαζε πτώμα. Οι άλλοι λαμνοκώποι σκυθρωποί και αμίλητοι εκινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα τα έργον τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα ν' αγωνίζωμαι σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους επήρα.

Αποσταμένοι κ' οι δυο τους με τον ανήφορο, ανεβαίνανε σιγανά σιγανά. Δυό τρεις στιγμές ακόμα, κι αντιδιαβαίνει και τρίτος. Είταν ο Πανάγος. Ίσια ίσια την ώρα που συφώνησε νανταμώση την Ασήμω στην πέρα τη μεριά του χωριού, κατά το χτήμα του. Φριχτή ανατριχίλα την έπιασε τη λυσσασμένη μαζώχτρα. Της ήρθε ναρπάξη λιθάρι και να το κατρακυλήσει καταπάνω του.

Πρέπει να στείλετε εξάπαντος κάποιον να φωνάξει τον Έφις. Ήρθε ο Τζατσίντο. Μετά να έρθετε να κοιμηθείτε μαζί μου. Φοβάμαι να μείνω μόνη…. με έναν ξένο…» «Θα πάω να φωνάξω κάποιον για να τον στείλω στο κτήμα. Εγώ όμως στο σπίτι σας δεν έρχομαι, όχι. Το σπίτι δεν το αφήνω στα χέρια του στοιχειού…Και για να μην μπει το στοιχειό όσο θα έλειπε, άφησε αναμμένο το δαυλί στο κατώφλι της πόρτας.

Ξέρω και γω, αφέντη μου, να, έτσι μου ήρθε. Και χαμηλώνει πάλε τα μάτια. — Και τίνος το είπες; — Να· της Λεμωνής, της Μορφούλας, και της Λενιώς. Όλες μαζώχτρες. Έσυραν αυτές ύστερα και πήγανε, λέει, να μαζώξουνε στην Κάντανο, και καλά Χριστούγεννα πια. Άρχιζε κι αναθάρρευε η Ασήμω. Η πολύ η ντροπαλάδα δεν είτανε φυσικό της. Είταν ο φόβος και τηνε συμμάζευε στην αρχή. — Και τώρα για πού;

Είχα μαζί μου μια πιστόλα κ' ένα μαχαίρι. Αδειάζω την πιστόλα με χίλιες κατάρες, και τρέχω με το μαχαίρι καταπάνω στο κορμί που μισόβλεπα κατά το μέρος οπούθε ήρθε η τουφεκιά. Ώσπου να πάγω κοντά του, αυτός ξαπλώθηκε. Ως τόσο οι τουφεκιές πρέπει νάφεραν κι άλλους κοντά μου, γιατί άκουγα αντρίκιες κουβέντες γύρω. Τι να κάμω δεν ήξερα. Είπα, ας κρυφτώ σε κανένα δέντρο απάνω.

Αφού μας ίδρυσε, εκτός του δημοτικού, κ' Ελληνικές τάξες, τον πήραν με πλειοδοσία σένα πλουσιώτερο χωριό, στις Αρχάνες. Τότε μας ήρθε ο πραγματικός νεωτεριστής, ως αντικαταστάτης του Νικόδημου. Αλλά την ιστορία του θα διηγηθώ λίγο ανάποδα. Το 1896 κατέβηκα στα Χανιά από την Αθήνα με δημοσιογραφική αποστολή.

Αν έγραφα την καθαρέβουσα, θάγραφα αμέσως θέλω ποιήσαι . Θακουλουθούσα το δικό σας το σύστημα, που με φαίνεται το μόνο σωστό, γιατί ξέρετε και δεν ανακατώνετε τις δυο γλώσσες. Άκουσα πολλές φορές να πουν πώς είστε la citadelle du purisme· είναι έπαινος σας. Παρατήρησαν παντού μάλιστα στην Εβρώπη, όταν ήρθε η πρόσκλησή σας, που αντίς υποταχτική με το να , βάλετε πολύ πιο φρόνιμα απαρέφατα.

Είχε πλαστεί να γίνη ευτυχισμένη κ' έπειτα να πεθάνη κ' ήρθε η μέρα, που είτανε σκληράδα να ήθελε κανείς να τη βιάση να ζήση. Δεν μπορούσε να λυπηθή λίγον καιρό κ' έπειτα να λησμονήση. Μπορούσε μόνο να λυπάται και να πεθάνη. Και γω έπρεπε να γνωρίζω πως έλεγε πάντα την αλήθεια και την έλεγε περσότερο τότε όταν τα λόγια της μου φαινόντανε παράξενα κι απίθανα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν