Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι• και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούν 'ς τα ουράνια, 150 εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία, εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω, και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο, μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα, μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155 ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη, τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη. αλλά 'ς όλους ανάμεσα χαρά 'ς τον άνδρα εκείνον, 'που, αφού 'ς τα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη. ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160 άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω• όμοια 'ς την Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον, φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι• ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία, εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165 και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα, ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε, όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος. χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170 και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους, απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν. βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175 πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν, απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω• την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι, αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων. κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180 άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν• ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία, παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των, χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185
Στο φαγί του έπινε νερό-νεράκι· στα έκτακτα κατέβαζε τον Ιορδάνη. Το κρασί έγινε κρασάκι. — Η σφαίρα γυρίζει, η πολιτική αλλάζει. Αυτά έχει ο παληόκοσμος! Το κρασάκι μας έμεινε! Και με το δίκηο του ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τι είχε να δη στον κόσμο; Μέσα σε πενήντα χρόνια τα μάτια του είδαν καν και καν.
Αυτοί έφερναν μαζί τους πολλά ντζοβαϊρικά από κάθε λογής είδη, διά να δειχθούν καλύτερον πως ήτον τέτοιοι. Και μίαν ημέραν που εσεργιάνιζαν εις το Μπαγδάτι είδαν ένα διδαχτήν που εδίδαχνε με μίαν μεγάλην φωνήν εις την αγοράν, και που ήτον πολύς λαός διά να τον ακούσουν. Αυτός έλεγε προς αυτούς με τούτον τον τρόπον.
Κι' η Θέτη πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια, κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους, μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν 535 που σίμωνε, μον όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι. Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του.
Όμως ο μέγας Βούδδας, κατανικών τα πάθη, 'στούς δόλους της μαγείας ατρόμητος εστάθη, και πριν 'στόν δόλον φθάσουν της Ηδονής τον έννατον και είδαν πως εκείνος δεν χάνει τα πασχάλια του, μ' αφρούς θυμού και λύσσης επήραν τα βρεμμένα των και άφησαν τον Βούδδα να κάθεται 'στά χάλια του. Εγώ αυτόν τον Βούδδα τον εκτιμώ πολύ... τι άνθρωπος τωόντι και ποία κεφαλή!
ΛΕΟΝΤΙΧΟΣ. Για πες, Χηνίδα, στη μάχη με τους Γαλάτας πώς ώρμησα μπροστά από τους άλλους ιππείς με το λευκό μου το άλογο, και πώς οι Γαλάται, αν και είνε πολληκάρια, ετσάκισαν ευθύς ως με είδαν και κανείς δεν είχε το κουράγιο να σταθή και αντιμετρηθή μαζή μου. Εγώ τότε επέταξα την λόγχην κι' επέρασα πέρα και πέρα τον αρχηγό των μαζή με το άλογο του.
Αλλ' όταν έφθασαν εις την ανδρικήν ηλικίαν και είδαν πως σέβεται ο λαός τους οπαδούς μου και πως ανέχονται οι άνθρωποι την ελευθεροστομίαν των, πως ευχαρίστως ακούουν τας συμβουλάς των και τας ακολουθούν και όταν τους επιπλήττουν συστέλλονται, ενόμισαν ότι τούτο ήτο όχι μικρά εξουσία.
Καλλίτερα να με σκοτώσουν αυτά, παρά να με δαγκάνουν πάπιαι, να με κτυπούν όρνιθες, να με σπρώχνη η επιστάτρια του ορνιθώνος, και να ψοφώ τον χειμώνα από το κρύον και την πείναν. Και επέταξε και έπεσεν εις το νερόν και ήρχισε να κολυμβά. Οι κύκνοι άμα το είδαν ήνοιξαν τα πτερά των και εκολύμβησαν προς αυτό. Σκοτώσατέ με, είπε το κακόμοιρον. Και έσκυβε τον λαιμόν του ωσάν να επερίμενε τον θάνατον.
Ως τώρα δα θωρούσαν Την &έξοδο& απ' τα τείχηα του κ' έκαναν το σταυρό τους· Ύστερα, 'σάν τα Τούρκικα τ' ασκέρια, τον οχτρό τους, Είδαν 'σάν κύμα να χυθούν 'ςταίς θύραις τους, 'στά τείχηα, Και 'σάν αγρίμια να πηδούν, να κρέμωνται απ' τα 'νύχια, Τρέχουν κατά τη θάλασσα, και 'ς του πελάου την άκρη Μέσα σε πύργο πούχανε μπαρούτη σωρειασμένη Κλειούνται με μιας και σταίνουνε χορό, 'σάν ανδρειωμένοι, Σαν νάτανε 'ς τα νειάτα τους, δίχως καϋμό και δάκρυ, Του απελπισμένου αυτού χορού είνε ο Καψάλης πρώτος.
&Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος πλησιάζουνε στις αχτές της Γαλλίας και συζητούνε.& Είδαν επί τέλους τις αχτές της Γαλλίας. — Ήρθατε ποτέ στη Γαλλία κύριε Μαρτίνε; είπε ο Αγαθούλης. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος· έχω διατρέξει πολλές επαρχίες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν