Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Σώπασαν όλες και κρυφοχαμογελούσανε βλέποντας η μια την άλλη μαριόλικα, καθώς είδαν την Ασήμω κι αντιδιάβαινε. Εκείνη όμως, ταυτί της τώρα δεν έδρωνε. Ένα μαζί τους έτοιμη να παραβγή κ' η Ασήμω στα ξεφωνητά και στα γέλοια. — Μπα! Τάχατες πρωταπριλιάτικη μας την έπαιζες χειμωνιάτικο τις προάλλες, και μας βγαίνεις έτσι ξένοιαστη τώρα, σα να μην έγινε τίποτις; της λέει μια από τις πιο γνώριμές της.
Και προς την μίαν ώραν της νυκτός βλέπω έναν ευνούχον να έρχεται προς εμένα, ο οποίος μου είπε διά να τον ακολουθήσω· εγώ ακολουθώντας τον με προθυμίαν, με έμβασεν εις το χαρέμι από μίαν κρυφήν πόρταν, της οποίας αυτός εκρατούσε τα κλειδιά, και με έφερεν εις τον χοντζερέ της Ρετζίας· έστεκεν αυτή επάνω εις χρυσές μαξιλάρες και ολόγυρά της ήτον εκείνες οι ίδιες γυναίκες που εις το περιβόλι είχεν· οι οποίες ευθύς που με είδαν να φανερωθώ εκεί, εσηκώθησαν ευθύς φωνάζοντας ιδού ο κασιδιάρης που έρχεται να μας περιδιαβάση.
Τ' έχεις, φλογέρα, πες μου το, πες μου το, μη σωπαίνης· Τι κλαις μονάχη και ξυπνάς την πλάσι από τον ύπνο; Και τον κρυφό τον πόνο μου ξυπνάς και την καρδιά μου, Κ' αρχίζει τ' αναστέναγμα, αρχίζει και το κλάμα! Φαρμακωμένη η δύστυχη μέρα με μέρα σβυέται, Αφ' όντας την αγάπη μου τα μάτια μου δεν είδαν.
Μεγάλα χάχαν' έγιναν εις τους θεούς, σαν είδαν Τον Ήφαιστον, που δούλευε 'ς τα δώματα με γνώσιν Έτσι δα τότ' ολημερίς ως του ηλιού τη δύσι Έτρωγαν· τίποτ' η καρδιά φαγ' ίσιο δεν στερηούνταν· Ούτε την λύραν την καλήν, 'πού είχεν ο Απόλλων, Ούτε ταις Μούσαις, π' έψαλλαν καλόφωνα με τάξιν.
Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω στο μεγάλο πλατύσκαλο από μαύρο μάρμαρο του παλατιού, που ακουμβούσε στο νερό, ολόρθια μια γυναίκα που όσοι την είδαν δεν μπόρεσαν ποτέ να την ξεχάσουν.
Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν. 205 Σε διο απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη και το Μενέλα, και τους διο τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα.
Η δε ελπίς του αυτή εσκέπτετο, δεν ήτο απίθανον να πραγματοποιηθή, διότι την νήσον αυτήν προ της επαναστάσεως είχον καταφύγιόν των και ορμητήριον οι αρματωλοί του Ολύμπου οσάκις κατεδιώκοντο. Έκτοτε ούτε ναργιλέν τον είδαν να πίη πλέον εις το καφενείον, ούτε να τρατάρη. Τώρα είνε έρημον το χωριό μου, το Κάστρο μου.
Οι ρώσοι οπού ήσαν εις το τραχτήρι, μόλις είδαν απέξω τον διακαμό του παπά Σεραφάκου με την Πορταΐτισσαν, που έκαμνεν αγιασμούς, έτρεξαν κ' έπεσαν εις τα γόνατα και την ησπάζοντο μετά δακρύων. Επήγα και εγώ: Δεν ξεύρω πώς μου εφάνη. Η Πορταΐτισσα, καπετάν-Καλόγερε, λέγω εις τον φίλον μου. Δεν πάμε και 'μεις; Κάποιος μου μίλησε μέσα μου. Έτσι μου εφάνη.
Οι δύο καθηγητές κι ο Αριστόδημος γύρισαν κ' είδαν τον Αλαμάνο. Είχε αφημένη τη μελέτη του και κύτταζε το Δημητράκη με περιέργεια. Από την ώρα που φάνηκε στο κατώφλι ο νέος του έκαμε εντύπωση. Είχε γερή κορμοστασιά και ολανθισμένα νιάτα. Τα μαύρα του μαλλιά έπεφταν άταχτα στον τράχηλό του σαν φλέβες στο μάρμαρο· τα μάτια του ήταν γεμάτα τόλμη και απόφαση.
Και συνάμα τις έδινε, κι αφού τους αγκάλιασε, τους γλυκοφιλούσε. Εκείνοι σαν είδαν ανέλπιστα τόσα λεφτά, αμέσως έδιναν το λόγο τους, ότι θα του δώσουν τη Χλόη για γυναίκα κ' υπόσχονταν πως θα πείσουν και το Λάμωνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν