Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Και ενθυμήθη με πείσμα η γρηά τη νύφη της. — Από εκείνη την ξένη, από τη μάννα της, τόχει, αυτό το ελάττωμα από κείνη το κληρονόμησε χωρίς άλλο γιατί όσο για τ' άλλα, είνε λαμπρό παιδί, και μόνο αυτή την ψυχρότη δείχνει πως έχει, για να μην την διώ εγώ αποκαταστημένη. Και η αδημονία αυτή την έτρωγε χρόνια τώρα.
Μα αν πάρα σούναι μισητός τ' Ατρέα ο γιος, κι' εκείνος 300 κι' αφτά τα δώρα του, μα εμάς λυπήσου καν τους άλλους π' όλους μάς έσφιξε ο οχτρός, κι' εμείς θα σε τιμούμε σάμπως θεό· τι σ' ολωνών θ' ανυψωθείς τα μάτια — σ' το τάζω — τώρα σφάζοντας τον Έχτορα, γιατί ήρθε κοντά πολύ, σαν πούναι τος γιομάτος άγρια λύσσα, 305 τι λέει, κανένας ίσος του δεν είναι απ' τους Αργίτες, όσοι κι' αν ήρθανε ως εδώ με την αρμάδα οχ τ' Άργος.»
Γιατί προτήτερα έπαιζε μόνο με τα μεγαλήτερα αδέρφια. Τώρα ο σύντροφος είτανε μερικούς μήνες μικρότερος από το Σβεν κι είτανε κιόλας κοριτσάκι. Όλα αυτά είτανε κατιτί πολύ νέο και χαριτωμένο και την εποχή αυτή ο Σβεν είχε να μιλή πολλά με τη μαμά. Η μικρή Μάρθα είχε ρθει στην εξοχή με τους γονείς της και στην αρχή κι αυτή κι ο Σβεν κοιταζόντανε μεταξύ τους από μακριά.
Φαίνεται πως άδικο δεν είχα, αφού ο ίδιος ο Ζολάς μου έστειλε γραμματάκι, να μου μηνήση πως μίλησα για το βιβλίο του ίσα ίσα όπως του άρεζε και πως βρέθηκε να είμαι ο μόνος που είπε όσα κι αυτός ήθελε νακούση, γιατί έλεγα πως στον Πασκάλ περιγραφές έχει πολύ πιο λίγες, κ' είναι σωστός συβολισμός όλο του το βιβλίο.
— Γιατί, πατέρα, κάθεσαι και ζαλίζεσαι για μένα· είπε στο Μαλαματένιο. Ας τους Μορφόπουλους να κάνουν τα κέφια τους. — Λέει την αλήθεια του Θεού, κόρη μου! είπε η γριά· τι τους έκαμες και σε μάχουνται τόσο ; Τα μάτια τους έβγαλες, μαθές! — Καλά δε θέλουν να σε ξέρουν πρόσθεσε ο γέρος. Μα να σε βρίζουν κι όλα! — Κι αν βρίζουν και τι; Οι βρισές απάνω τους γυρίζουν κ' έγνοια σας.
Το αηδόνι ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της ξαναμίλησε με γλυκύτερη φωνούλα: — Αν είσαι εσύ η αγάπη του, ο καλός σου έφυγε βιαστικός για να σ' ανταμώση. Γύρισε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, πριν προβάλη η αυγούλα. Γιατί, αν αργήσης ακόμα, δε θα προφτάσης τον καλό σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε πάλι.
— Σύγλυνα; ξεφώνησε με τρομάρα ο Σιφογιάννης. — Γιάειντα; Φοβάσαι να μη μας έρθη κιανείς Τούρκος μουσαφίρης; Θε μου, βλέπε μας! — Εγώ χοιρινό δεν μπορώ μπλειο να τρώω. — Γιάειντα; — Γιατί 'μαι Τούρκος. Η γυναίκα τον παρατήρησε με απορία. Τρελλάθηκε ή χωράτευε; — Τούρκος; Είντα λόγια 'ν' αυτά, νοικοκύρη μου; Αποφάσισε και της διηγήθηκε πως στο δρόμο τον τούρκεψε ο Μόχογλους. Η Σιφογιάννενα έμεινε.
Βγήκαν παραβλάσταρα στον τόπο της, έγιναν κι απ' αυτά μερικά μεγάλα Κράτη, μα η καθαυτό Ρώμη δε ζούσε. Και δε ζούσε, γιατί μήτε πόρους δεν είχε στα γερατειά της, μήτ' έθνος εφτάψυχο περίγυρά της, μήτ' άλλα φυσικά προσόντα να τη θρέφουνε και να τη διαφεντεύουν, καθώς διαφέντευαν τη θετή της κόρη, την Κωσταντινούπολη. Γερμανός βασιλέας τη σαβάνωσε με την πορφύρα του στα 476, ο Οδοάκερος.
Αχ! γιαΤι να μην είν' εδώ αυτή την ώρα αναμεταξύ μας και η δυστυχισμένη μου η θυγατέρα που μας έσβησε τόσο παράκαιρα. ΑΝΝΟΥΛΑ Διώξε, γιαγιά μου, τα λυπητερά πράματα από το μυαλό σου. Μην τα θυμάσαι ολοένα. Ξέχασέ τα πια. ΓΙΑΓΙΑ Έχεις δίκιο, παιδί μου. Πρέπει να τα διώξουμε τώρα. Αννούλα, πάμε να ετοιμάσουμε μια κάμαρα για το Σταύρο.
Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι μου κι' αν η.... δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, είμουν παραβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί είταν γερόντοι άνθρωποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλειότερο. «Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έρριξα κάνα ντουφέκι σαν ξενιτεμένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν