Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Δεν περπάταγε γλήγορα τ' άλογό του και κοντεύαμε να νυχτώσουμε κατάστρατα. «Βάρτο, του λέω, αυτό το παλιάλογο γιατί μας πήρε η νύχτα». Αυτός θύμωσε γιατί να του πω παλιάλογο το ψώφιο του κι αρχινάει να με βρίζη. «Μη βρίζης, αγά, του κάνω, γιατί δε σου είπα και κάνα βαρύ λόγο». Εκείνος τίποτα, δε σταμάταε τα βρισίδια του.
ΛΟΥΠΟΣ. Α! το δυστύχημα είνε μεγάλο κι έτρεξα εδώ να σου το πω, γιατί όπως εγώ το αγαπώ το πένταθλο, έτσι και συ τη ζωή σου δίνεις τη μισή να βλέπης παλαιστάς στο στοίβο να κυλιώνται. Μάθε το. Να το κρύβω δεν βαστώ. Σκότωσαν τον Λυαίο!. . . ΕΠΑΡΧΟΣ. Τι λες; 1ος 2ος 3ος 4ος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΥΣ. Ω! ΛΟΥΠΟΣ. Ναι! ΕΠΑΡΧΟΣ. Δεν μπορεί! Δεν γίνεται! Τον έβλεπε κανείς και ν' απορή του 'ρχόταν. Τέτοια μπράτσα!
Μόνο σαν την είδε να κλαίη και να δέρνεται, πήδησε ένα κλαδί παρακάτω, έσκυψε πάνω απ' το κεφάλι της και της είπε: — Γιατί κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα; Αργεί ακόμα η αυγή. Σύρε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, για να σε προφτάση ο αγαπημένος σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε και είπε: — Καλό πουλί, το νυφικό μου κρεββάτι τόχω στρωμένο εδώ πέρα. Θα τον περιμένω ως που να γυρίση...
Του λες τους καημούς σου; Πάλι τονε χάνεις, και μαζεύεις τρις χερότερα βάσανα στο κεφάλι σου. Κάλλιο να μην έχης καθόλου, καθόλου καημούς. Τι καλό θα σου κάμουν! Και γιατί να χολοσκάνης του κάκου, ακριβή μου. Εσένα η ζωή σου σαν ατάραγο ποτάμι θα τρέχη. Θα σ' αγαπάη ο καλός σου, ό,τι του γυρεύεις δικό σου θα είνε.
Πάψη. Έτσι πιστεύω, να μη κιντυνεύουνε πλέον τα κόπια σας και τα πλούτη σας. Αν όμως τώρα μέσα μου αιστάνουμαι ένα σπαραγμό, είναι γιαΤι αφήνω πίσω μου τη λύπη σε δυο πρόσωπα που τα στολίζουνε τα αθώα γερατειά και τ' αγνά νιάτα. Ω! τη γιαγιά μου και την αδερφή μου δε θέλω ούτε να τις αποχαιρετήσω, φοβάμαι μήπως η αγάπη τους, και άθελά μου με κρατήση εδώ.
Εκείνη κι εσύ, εσύ κι εκείνη αφήστε ήσυχους τους νεκρούς!» φώναξε ο Έφις, αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το παιδί γέλασε με αυθάδεια. «Μη θυμώνετε, γιατί σας κάνει κακό, μπαρμπα-Έφις! Η γιαγιά μου λέει ότι ήταν ένα στοιχειό που σκότωσε τον ντον Τζάμε. Είναι αλήθεια ή όχι;»
ΝΕΑΝΙΑΣ Μα το θεό! το κέρινο στεφάνι αν σου φθάνη, κι' αυτό θα ταποκτήσης• γιατί θαρρώ πως μόλις μπης, θα πέσης να ψοφήσης! Ε! πού τον πας; Α' ΓΡΑΥΣ Στο σπίτι μου• αυτός είνε για μένα. ΝΕΑΝΙΑΣ Τάχεις, γρηά, χαμένα! Τέτοιος που είν' αυτός ο νηός, δεν έχει χρόνια τόσα να ρθή κοντά να κοιμηθή με σένα, γρηά γκιόσσα! δεν θάσαι πειά γυναίκα του, θα σ' έχη για μητέρα.
Η Αφέντρα την ιδίαν εσπέραν διηγήθη το πράγμα εις δύο συνομήλικας φίλας της. Τούτων η μία, μεγαλειτέρα κατά δύο έτη από την Αφέντραν, έβαλε φωνήν τρόμου, και κατεφόβισε την κορασίδα. — Πω! πω! έκαμες την πεθαμμένη! και το λες κι' όλα; — Γιατί; — Οι βρυκολάκοι θα σε κυνηγούν! . . . και θα γυρεύουν να σε πάρουν μαζί τους . . . Τότε η Αφέντρα ετρόμαξε. Την νύκτα επλάγιασε με πονοκέφαλον.
Αυτή του αντέστη, ήλθεν ο αδελφός της, ο οποίος προ πολλού ήδη τον εμίσει, ο οποίος προ πολλού ήδη επιθυμούσε να τον ιδή έξω από το σπίτι, γιατί εφοβείτο ότι με ένα νέο γάμο της αδελφής του ήθελαν αποστερηθή τα παιδιά του της κληρονομιάς, η οποία τώρα που αυτή είναι άτεκνη τους παρέχει ωραίες ελπίδες· αυτός τον έδιωξε παρευθύς, και τέτοιο θόρυβο έκαμε, ώστε η γυναίκα, και αν ήθελε, δεν θα ηδύνατο να τον δεχθή πάλιν.
ΑΡΙΕΛ. Σου είπα, Κύριε, πως ήταν κοκκινοφλογισμένοι από τα μεθύσι· τόσο ανδρειωμένοι, που βαρούσαν τον αέρα, γιατί τους έπνεε στο πρόσωπο, εκτυπούσαν τη γη, γιατί φιλούσε τα πόδια τους, αλλά δίχως να σαλέψουν ποτέ από το σκοπό τους· εγώ έκρουσα το τύμπανό μου, και τότε, σαν τάστρωτα πουλάρια, με ταυτιά τεντωμένα, τα μάτια ολάνοικτα, τη μύτη σηκωμένη, ως να ήθελαν να μυρισθούνε τη μουσική, τόσο τους εμάγεψα την ακοή, που, ωσάν τα μοσχάρια, ακολούθησαν το μουγγάλισμά μου, μέσα σε δοντερά τριβόλια, αγκυλωτούς ασπαλάθρους, παλιούρους, και βάτους, που μπήκαν στα μαλακά τους πόδια· τελοσπάντων τους άφησα μέσα στη σάπιαν αφριά του βάλτου, που είναι παρέκει του σπήλιου σου· εκεί μέσα εχορεύανε ως το πηγούνι, ώστε ο άσχημος βούρκος τους εκαταβρώμεψε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν