Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Κυνηγούσαμε τρεις μέρες μέσα στο λόγκο, αλλού τσαλαβουτώντας ως τη μέση μέσα στα νερά, κι αλλού πατώντας γερό χώμα, πάντα ακολουθώντας την ακρολιμνιά. Περάσαμε έτσι τρεις λόγκους ατέλειωτους και τρεις λίμνες μεγάλες, όταν φθάσαμε στην τέταρτη.

Μέρες εννιά το λείψανο θα κλαίμε μες στον πύργο, στις δέκα θαν το θάψουμε και θα δειπνήσει ο κόσμος, 665 τη μέρα την εντέκατη θα στήσουμε το μνήμα· κατόπι πολεμούμε πια αφού το θέλει η τύχηΤότε ο γοργός του μίλησε γιος του Πηλιά και τούπε «Ναι, γέρο μου, ας γενεί κι' αφτό καθώς ορίζεις, έτσι· τι μέρες δώδεκα, όπως λες, κοντάρι δεν θα πιάσω670

Ο Γερο- Φλώκος κατέβαινε πού και πού κ' έρριχνε μια ματιά, μήπως γύρευε τίποτε. Όλο και νερό έπινε. Τον έκαιγε η θέρμη. Τη νύχτα άρχισε να ξαστερώνη κατά τη Δύση. — Τα είδες; είπε ο Γερο-Φλώκος στο λοστρόμο. Ο πουνέντες ξαστέρωσε. Κ' έτρεξε να δώση τα συχαρίκια στον καπετάνιο. Κατά τα ξημερώματα φύσηξε πουνέντες. Η θάλασσα της νοτιάς άρχισε να πέφτη σιγά-σιγά. Έδωκε ο Θεός και τη σκαπουλάρησαν.

Απάνω στο μονόξυλο μια νεράηδα ψηλή κρατούσε ανάερα μια κιθάρα. Οι χορδές κάτω από τα λευκά της δάκτυλα στάζανε τα μυστικά μάγια στης λίμνης τα νερά. Τότε ο γέροφιλόσοφος κατέβηκε απ' τον ψηλό πύργο. Μέσα στα σκοτεινά του στήθια ένοιωθε να πλημμυρή ένα κατάλευκο φως. Άφησε τα σκονισμένα βιβλία, τις σαύρες και τις νεκροκεφαλές. Και κατέβηκε κάτω στον κάμπο.

Του γέννησε η 'Λένη Αγγέλους δυο, και πέρναγαν ζωή χαρητωμένη. Της Ρούμελης την όχεντρα, το γέρο τον Αλή Τον ξέγραψε ο Σουλτάνος του, τον είπε φερμανλή, Κεφάλι σήκωσε ο Αλής, και την Αρβανιτιά του Μαζεύονταςτα Γιάννινα γύρευε τα χαρτιά του.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης κατέβαινε πάλι στον καφενέ. Ο Γερο- Μελιγκόνης άρχιζε πάλι. — Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και γνώσι δεν έβαλες. — Ας είνε καλά τα μπλάστρια του καπετάν-Πεφάνη. Μπλάστρια εγώ και μπλάστρια η «Αθηνά» καλά βαστειόμαστε για την ώρα. Είμαστε τώρα και οι δυο φρεσκοπαλαμισμένοι.

Οι χάρες του ακουστήκανε ως τα πιο μάκρυνα βασίλεια και πλούσιοι βασιλιάδες, από στεριά και θάλασσα, στέλνανε προξενιές στο γέρο βασιλιά για το χαριτωμένο τον υγυιό του. Μα το βασιλόπουλο δεν έβαλε ποτέ αγάπη με το νου του, τα μάτια του ποτέ δεν τάρριξε απάνω σε κοπέλλα κ' έλειπε πάντ' από τα πανηγύρια και τα ξεφαντώματα του παλατιού.

Κι' ανάμεσό τους φαίνεται ο γέρο πολεμάρχος Σαν περατάρης γερανός που σέρνειτα φτερούγια Τα χηλιδόνια του Μαρτιού δαρμέν' απ' την αντάρα. Μ' ανέλπιστη παρηγοριά ο πεθαμένος κόσμος Το πονεμένο το κορμί ραντίζει του Θανάση, Κ' επίστεψεν από μακρά ότ' είδε το λημέρι Που την ψυχή του επρόσμενε. Ερρίζωσε η καρδιά του Βαθύτερατα σωθικά, του φώλιασετα μάτια Γλυκειά της μάνας του η ευχή.

Πάψε... Γέρο Διαμάντη, Δος μου το μήλι σου να ιδώ.. Μην κρένης... ξεστηθώσου.. Καλά σου την εφύτεψαν... Ο χάρος από τρίχα... Ξανθό.. Φρυμμένη πηγανιά... Ό,τ' είναι... Τώρα πες μου. — Θανάση, μας εχάλασαν... Δεν είχε σκάση ο ήλιος, Που εχύθηκε ο Ομέρπασας... Χτυπάει το Δυοβουνιώτη Και τόνε πέρνειτο φτερό.. Δεν έπαιξε λεπίδι...

Ο γέρο Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπορούσε να πηδήξη σε πηγάδι για να γλυτώση σκυλί, μα είταν καλός και να ξαντερώση κλέφτη, αν τον έπιανε σταμπέλι.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν