Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Οι χάρες του ακουστήκανε ως τα πιο μάκρυνα βασίλεια και πλούσιοι βασιλιάδες, από στεριά και θάλασσα, στέλνανε προξενιές στο γέρο βασιλιά για το χαριτωμένο τον υγυιό του. Μα το βασιλόπουλο δεν έβαλε ποτέ αγάπη με το νου του, τα μάτια του ποτέ δεν τάρριξε απάνω σε κοπέλλα κ' έλειπε πάντ' από τα πανηγύρια και τα ξεφαντώματα του παλατιού.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Του κάκου• στα πιο μακρυνά όλης της γης μας μέρη, εις της Λυκίας τα Πάταρα, που είναι το μαντείον του Απόλλωνος, ή στης σκληρές κι' άνυδρες Αμμωνιάδες, στο άλλο μαντείον του θεού, αν την γυναίκα στείλης, αδύνατον απ' το γραφτό της Μοίρας να γλυτώση γιατί η ζωή της σώθηκε κ' η ώρα πλησιάζει, που θε ναρθή ο θάνατος γοργά να τηνε πάρη.

Περνώ εγώ από κει και βλέπω ότι είνε μεγάλη ανάγκη. Δεν υπάρχει κανένα καφενείον σ' εκείνη την γειτονιά, και αναγκάζονται οι νοικοκυραίοι να φεύγουν εις τα μακρυνά, εις τα Χαυτεία, και φωνάζουν οι γυναίκες τους γιατί τους αλλαργεύουν πολύ οι άνδρες του και έχουν καρδιοχτύπι την νύκτα μεγάλο, μη πάθουν τίποτε οι καϋμένοι...

Αφότου είχε παύσει να ταξιδεύη με τα καράβια εις μακρυνά πέλαγα, εψάρευε κατ' αρχάς γύρω εις την νήσον, κ' εγιάλευεν εις τον λιμένα. Ύστερον ηγόραζεν απ' αλλού σιτάρια, τα άλεθεν εις τους μύλους πέραν, εφόρτωνε της δύο βάρκες, κ' ήρχετο και τα επώλει εις τον τόπον. Είχε μανίαν ν' αποκτήση θησαυρούς, διά να σώση το Γένος.

Ακόμα του φαινόταν πολύ παράξενο κι' ακατανόητο πως στα μακρυνά πέρα χωριά, τα τόσον ακίνητα και σιγαληνά, υπάρχανε και κάθονταν άνθρωποι, και πως οι άνθρωποι κείνοι ζούσαν και κινιόνταν όπως αυτός, όπως οι άλλοι ναύτες, όπως ο άλλος κόσμος,. Και μόνο στα μάτια του Ρένα αληθινός και ζωντανός καμπυλωνόταν ο ουρανός και το γαλάζο του ανοιχτό δεν είχε να του κρύψει κανένα μυστικό,.,

Στείλε το ματωμένο Στα μακρυνά τ' αδέρφια μας τον τρύγο σου να φέρη Ωσάν πρωτόλουβον καρπό, μαζύ με τώνομά σου. Ο Βακογιάννης στα ριζά, και πλεύρα ’ς το γεφύρι Της Αλαμάνας, Πανουριά, θα στήσω τον Καλύβα. Εις τη Δαμάστα μένω εγώ, σας το ζητώ για χάρη, Κι' όταν αρχίσουνε... Σιωπή!... μου κάστηκε πως είδα Σαν έναν ίσκιο να διαβή... Εσ' είσαι, μωρέ Μήτρε; — Εγώμαι, καπετάνε μου.

Διότι το Βαγγελιό δεν ήρθε να μαποχαιρετήση τώρα που το πεθυμούσα περισσότερο. Αλλ' όταν μάκρυνα λίγο από το χωριό, φάνηκε το σπίτι της θειας του Δεσποινιού στο πάνω μέρος του χωριού, ένα κάτασπρο δίπατο σπίτι με γάστρες στα ψηλά του παράθυρα και μια μεγάλη πορτοκαλιά στην αυλή. Μου φάνηκε πως σένα παράθυρο πρόβαλλε το Βαγγελιό.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν