Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Τότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε «Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα, 555 θεός αν θέλει, ναι έφκολα και πιο όμορφα από δάφτα χαρίζει αλόγατα, επειδής πολύ είναι ανότεροί μας. Μα τ' άτια, γέρο, που ρωτάς, αφτά 'ναι νιοφερμένα πέρα οχ τη Θράκη· κι' έσφαξε ο θαρρετός Διομήδης το νοικοκύρη μ' άλλους του ως δώδεκα νομάτους, 560 που δίπλα εκεί κοιμόντουσαν, καπεταναίους όλους.

Τότε ο νεκραγωγιάτης γιος απάντησε του Δία 410 «Γέρο, όχι, δεν τον άγγιξε όρνιο ως στα τώρα ή σκύλος, Μον έτσι χάμου κοίτεται στρωμένος μες στις σκόνες, στο πλοίο ομπρός.

Τώρα που θα μπείτε στο καράβι θα τα βρείτε καλλίτερα. Πάνω στο κατάστρωμα του καραβιού του οι δίοποι κι' οι υπαξιωματικοί αεικίνητοι, βάρβαροι στις φωνές και στις κίνησες, περνούσαν απ' όλα τα μέρη του καραβιού διατάζοντας, φωνάζοντας, χειρονομόντας. Κάποιος αμούστακος ακόμη αξιωματικός μιλούσε με αυστηρότατο τόνο σ' ένα γέρο αρχικελευστή. Ο Ρένας σκέφτηκε: — Αν γινόμουνα έξαφνα ένας γλάρος!

Πρι να βγη από τον τόπο του είχε ακουστά για το τρυφερό λατσούδι που φύτρωσε λάουλάου δίπλα στο γέρο έλατο. Μα τ' άκουσε και το πίστεψε ασήμαντο. Τόλεγε κ' εκείνος μούσκλι που φύτρωσε απάνω στο θεϊκό κορμό των Ευμορφόπουλων από τα βρωμόνερα και τον κουρνιαχτό της ανεμοζάλης. Μα τώρα που το είδε με τα μάτια του άλλαξε γνώμη.

Μόλις πάτησε πόδι στη χώρα εκείνη, κ' ίσια στο Σπιτάλι μαζί με το έχει του. — Να μείνουν αυτά εδώ, τους λέει τους ανθρώπους εκεί. Εμένα δε μου είνε και πολύ χρειαζούμενα. Ο πρώτος που αναλάβη κ' είνε έτοιμος να μισέψη, του τα χαρίζετε. Και γίνεται άφαντος ο Γέρο Ανέστης. Τραβάει κατά τη σκάλα, βρίσκει πέραμα, και σ' ένα μερόνυχτο μέσα τηράει τις ολόχαρες ακρογιαλιές του νησιού του.

Γούρμασε το κορίτσι, γριά! γούρμασε το κορίτσι και δε μαζώνεται! της λέει σήμερα ο γέρος εκεί που δούλευαν στον προσηλιακό. — Σώπα, καϋμένε γέρο! πάψε πια τις μουρμούρες σου και δε βαστώ· του είπε η γριά φουρκισμένη. Τι το θέλεις μαθές· ολημέρα να κάθεται κοντά μας σαν τη γάτα στη γωνιά! — Αλήθεια, μωρέ γυναίκα, γωνιά· και τι γωνιά; γύφτικη π' ανάθεμα τη! είπε ο γέρος στενάζοντας.

Τα βουνά γύρω καθρεφτιζόντανε μέσα της πέρα και πέρα με την αστροφεγγιά. Φύλλο δε σάλευε. Βγήκαμε στον ηλιακό ν' ανεσάνουμε, οι τρεις μας, κι ο γέρος. Τώρα που πήγαινε καλά το χτήμα και τονε βοηθούσε και παραγυιός, τονε βλέπαμε συχνότερα σπίτι το γέρο. Καθίσαμε, και σα μιλήσαμε για την Ξέταση, γύρισε ο λόγος και στις δουλειές, στα στερνά μας. Είταν όλοι της γνώμης να μείνω Σκολειό, και να μάθω.

Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε. Τι να κοίταζε!

Όταν εξύπνησαν το πρωί και ηύραν την κλίνην της Αϊμάς αδειανήν, ηπόρησαν, και ήρχισαν να σταυροκοπούνται. Την επερίμεναν έως το μεσημέρι, αλλά πούποτε δεν εφάνη. Τότε ο γέρο Γύφτος έστειλε τους δυο υιούς του δεξιά και αριστερά, αλλά δεν ειμπόρεσαν νανακαλύψουν τίποτε. Ο Τρανταχτής, όστις ειξεύρει όλα τα μυστικά των, τους ελυπήθη και ανέλαβε να φροντίση.

Νειάτα τα λεν αυτά! Είχα κορμί γερό, και πολέμαγα τον πόνο.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν