Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
— Κάργα, γέρο μάστορη! — Βρόντα! — Τζάνουμ! σπρώξε. — Σβύσε το! — Μπουφ! Μπουφ! — Ακόμα! — Κτύπα! Δύναμι! — Φόρτσα! — Δος μου χέρι! — Φόρτε! — Σώνει, μάστορη! — Δος του! — Βάρδα, Μάχτο! — Ωχ! κόμπιασα... — Ο διάβολος να σε πνίξη, πανούκλα! — &Χαρχανταίς, μανταίς και αντάραις&!
Γέρο προδότη, γρήγορα την προσευχήν σου κάμε, κ' είναι συρμένο το σπαθί που θα σε θανάτωση! ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας κτυπήση δυνατά το εύσπλαγχνό σου χέρι. Ο ΕΔΓΑΡ ανθίσταται. ΟΣΒ. Και πώς, αυθάδη χωρικέ, τολμάς ενός προδότου εσύ να γίνης βοηθός; Φύγε απ' εδώ, μη τύχη και σου κολλήσ' η Μοίρα του κ' εσένα: Άφησέ τον! Μη του κρατείς το χέρι του, σου λέγω! ΕΔΓΑΡ Δεν τ' αφίνω, αν δεν μου πης το διατί.
Η ψαλμωδία είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο- Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να κανοναρχίση προς αυτόν. — Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις&». Αλλά του γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις».
Ένα μήνα ολοένα ήμουν μέσα στον ιδρώτα, Έως ότου να συνάξω τα μεγάλα μας τα φώτα Και μπορέσω, κύριοι μου, με αυτά να σας φωτίσω ... Είδα κι' έπαθα ως ότου με ακρίβειαν μετρήσω Τας αρχαίας μας τας δάφνας με τον γέρο Ραγκαβή, Και από το γράψε γράψε καταντήσαμεν στραβοί.
Τότε η Αρχή εθύμωσε κ' εμάλωσε δυνατά το γέρο Μαρούπα πως εζήτηξε με το ζόρι να στεφανώση τον Κεριάκο, καθώς και ο ίδιος τ' ωμολόγησε, έκαμαν ένα πραχτικό που το υπόγραψαν και μάρτυρες κ' έφυγαν μαζή με τον παππά Κρητικό οπού σ' όλο το δρόμο εδιαμαρτυρότανε πως δε φταίει καθόλου.
Εγώ μόνον βοήθειαν εζήτησα. — Είναι 'δική σου; — Είναι 'δική μου, κόρη μου. Δεν ειμπορώ ν' αποχωρισθώ απ' αυτήν. — Ετρελλάθης, γέρο! — Σας λέγω, είναι κόρη μου, επέμεινεν ο Βράγγης, μεταμεληθείς ότι δεν διηγήθη εξ αρχής τον μύθον τούτον. — Μη αστεϊσμούς, γέρο! είπεν αυστηρώς ο πρώτος των ιππέων. Δος την μικράν, και τράβα! — Αλλ' είναι 'δική μου, κύριε!
Δε θα σε βλάψω όμως εγώ, μήτ' άλλους δε θ' αφίσω 370 να σε πειράξουν· τι θαρρώ το γέρο μου έτσι βλέπω.» Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Ναι έτσι είναι, γιε μου, όπως τα λες.
Και τα χείλια του κολλημένα στα χείλια της λευκής παρθένας, με τη δίψα μιας αλάκερης ζωής, ρουφούσαν, ενωμένα σ' ένα νεκταρικό πιοτό, τη ζωή και το θάνατο. Το πρωί οι χωριάτες, που πήγαιναν στα χωράφια, βρήκανε το γέρο — φιλόσοφο ξαπλωμένο στην όχθη της λίμνης. Το πρόσωπό του ήτανε γελαστό και ήμερο. Το νερό έβρεχε τα πόδια του.
Σ' αυτές τις λέξεις αισθάνθηκε τον εαυτό του νικημένο από συγκίνηση· έδωκε σε κάθε παιδί κάτι τι, ανέβηκε στο άλογό του, άφησε χαιρετίσματα στο γέρο και έφυγε με δάκρυα στα μάτια. Κατά τις πέντε ήρθε στο σπίτι και είπε στην υπηρέτρια να κυττάξη τη φωτιά και να την διατηρήση έως την νύκτα.
Μα δέξου αφτό, περικαλώ, το πλουμιστό ποτήρι και σώσε με... με των θεών τη χάρη οδήγησέ με 430 ως που να φτάσω ως στ' αψηλό καλύβι τ' Αχιλέα.» Τότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Νιός είμαι, γέρο, μα άφισε, δεν πιάνει ο πειρασμός σου που δώρα θέλεις να δεχτώ χωρίς να ξέρει εκείνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν