Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Κ' έτσι την αφίνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πηγαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ' ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορτώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τασκέρι που είταν τώρα σκορπισμένο μπροστά, στα τειχίσματα. — Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσης.
Και τότες ρήχνουν τους λαχνούς, στ' αμάξια ανεβασμένοι, και σιει τους του Πηλέα ο γιος. Και πρώτος τ' Αντιλόχου βγήκε ο λαχνός· ο Έβμηλος πήρε σειρά κατόπι· τρίτος κοντά τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας· 355 κι' έλαχε τέταρτος σειρά του Μέγη ο γιος Μηριόνης· κι' έπεσε ο κλήρος ο στερνός στον πρώτο πρώτο απ' όλους αλογοτρέχτη, στο γερό παλικαρά Διομήδη.
Έπειτα έγειρε κ' έπεσε κατά γης μ' ένα βροντομάχημα, σα να γκρεμίστηκε βουνό. Την ίδια στιγμή είδα την κυρά Πανώρια, άσπρη σαν το χαρτί. Είπα πως θα πάη κι εκείνη με το γέρο πλάτανο. Μα βάσταξε. — Καταραμένε! φώναξε μ' όλη της την ψυχή στο γιο της· εσύ δεν είσαι άνθρωπος· είσαι θεριό!
Έτσι λοιπόν σα χώρισαν, γυρνάει στη μέση ο ένας των Αχαιών, κι' ο Έχτορας πήρε το δρόμο πίσω κατά των Τρώων τους σωρούς. Και χάρηκαν οι Τρώες άμα τον είδαν ζωντανό κι' ακέριο να ζυγώνει, γερό απ' του Αία την ορμή και τ' άπιαστα τα χέρια. Και στο καστρί τον πάγαιναν, δύσπιστοι αν ζούσε ακόμα. 310 Και πάλε αντίκρυ οι Δαναοί το παινεμένονε Αία τον πάγαιναν στου βασιλιά χαρούμενο της νίκης.
Τότες γυρνάει ο Πάτροκλος και στους συντρόφους κράζει 268 «Παιδιά, της Φτιας σταβραετοί, συντρόφοι τ' Αχιλέα, άντρες φανείτε κι' όλοι σας σα σκύλοι πολεμήστε. 270 Έτσι, παιδιά, θα δοξαστεί κι' ο αρχηγός, που πρώτος είναι, τον ξέρουν, στη φωτιά, και πρώτοι οι παραγιοί του· έτσι θα δει το κρίμας του κι' ο γιος τ' Ατρέα ακόμα π' αψήφισε το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι.»
Όρθιος εφτύς σηκώθηκε ο γέρος — σαν τον είδε — 645 οχ το λαμπρόφτιαστο σκαμνί, κι' απ' το δεξύ το χέρι τον πήρε και τον έμπασε και τούλεγε να κάτσει. Μα του Μενοίτη πάλι ο γιος δεν ήθελε και τούπε «Δεν κάθουμαι όχι, γέρο μου, δέν ώρα για καθήσι. Δύστροπος πάντα ο αρχηγός, και μ' έπεψε να μάθω πιος λαβωμένος είναι αφτός που φέρνεις· μα τον βλέπω 650 και τον κατέχω μόνος μου, το βασιλιά Μαχάο.
Στο θησαυρό σου ας μείνει να σου θυμίζει τη θαφή του δόλιου καν Πατρόκλου, τι εκείνον δεν το βλέπεις πια. Και χάρισμα σ' τη δίνω 620 έτσι, γιατί δεν είσαι εσύ για πάλεμα και γρόθους. Μήτε σε τρέξιμο ποδιών δε θάβγεις ή κοντάρι, τι, γέρο, πια σε σκέβρωσαν τα χρόνια... ανάθεμά τα!»
Έλα, κύριε Ανδράσσυ, και συ, Βίκονσφηλδ, που κάνεις Ότι τάχα δεν ακούεις . . . Είμ' εγώ, ο Δεληγιάννης, Όπου ήλθα μετά τόσου σεβασμού να υποβάλλω Εις την εξοχότητά σας ένα έργον μου μεγάλο Είμ' εκείνος, όπου ήλθα με τον γέρο Ραγκαβή Να ζητήσω για το έθνος των ελλήνων αμοιβή.
Αυτός και ο πρόεδρος της επιτροπής, ο γέρο- Αγωνιστής Νιαουστεύς, διηγούτο προς αλλήλους τας παλαιάς αναμνήσεις των εκλογών επί Όθωνος, εξυμνούντες την επί της πρώτης βασιλείας ακμήν και ζωτικότητα, ταλανίζοντες την σημερινήν νάρκην και αηδίαν. Τον παλαιόν καιρόν αι εκλογαί εγίνοντο με όρεξιν, με πείσμα και με μυθιστορικάς πολλάκις περιπετείας.
— Γέρο Διαμάντη, δε μιλείς, δε μας καλημερίζεις; Όλος ο κόσμος χαίρεται για την ανάστασή μας Και στολισμένος μας θωρεί. Σε λίγο το σπαθί σου, Που εσκούριασε ’ς τη θήκη του θα πιη να ξεδιψάση, Και συ το ξυπνητήρι μας, συ του βουνού τ' ορνίθι Εκλείδωσες τα χείλη σου;.. Τί σ' έπιασε, Διαμάντη; — Σαράντα χρόνια πολεμώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν