Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μια στην κεφαλή του σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι 585 με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους, φυσώντας, μες στα χώματα.
Έτσι είπε, και τους έβαλε απόφαση και θάρρος. 275 Κι' ομπρός όλοι ίσια χύθηκαν απ' το καραβοστάσι, 257 259 σα σφήκες πούχουνε φωλιές σε μονοπάτι απάνου, 260 και τα παιδιά 'χουν σύστημα ναν τις πεισμώνουν πάντα, έτσι από σκανταλιά, κι' αφτές μ' ατρόμητο όλες θάρρος 262 264 ίσα τους πέφτουν θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους· 265 έτσι όλοι χύθηκαν τυφλά οι Μυρμιδόνες τότες οχ τα καράβια με φωνή και ξεκουφάστρα αντάρα, κι' έπεσαν τους οχτρούς να φαν, κι' ολόγυρα η αρμάδα 276 τρομαχτικά αντιβούηξε απ' του στρατού τα ζήτω.
Κι' ο Φοίβος τους ξαπόστειλε ένα αγεράκι πρύμο, κι' εφτύς οι νάφτες έστησαν απάνου το κατάρτι 480 και τ' άσπρο ανοίξανε πανί, και το πανί στη μέση απ' τον αγέρα φούσκωσε, και γύρω στην καρίνα αχούσε σαν αρμένιζαν τ' αφροντυμένο κύμα, κι' έτρεχε το καράβι ομπρός οργώνοντας το κύμα.
Και σκότωσε τον Άξυλο ο τολμηρός Διομήδης, του Τέφτρου γιο, που κάθουνταν στην ομορφοχτισμένη Αρίσβα, κι' είχε βιος πολύ και φίλους τους αθρώπους, τι φίλεβε όλους έχοντας στη στράτα απάνου σπίτι. 15 Μα πούταν τότε αφτοί μπροστά να μπουν και να προλάβουν τη συφορά, μον και των διο τους έφαγε το μάτι, κι' εκείνου και του παραγιού Καλήσου, που τα γέμια του βάσταε τότες.
Και τόκαμε πανάθεμά τονε! Επήγε και τις δύο φορές, κ' εγέμισε μια σακούλα αθρωποκέφαλα, και τάφερε και διάνοιξε τη σακούλα και τάδιασε μες του Νικολέτση το μαγαζί, ανάμεσα στους άλλους χωριανούς, που ανατρίχιαζαν, κ' εσταβροκοπιώνταν μανοιχτό το στόμα. Έτσι εκέρδισε και το 'να στοίχημα, εκέρδισε και τ' άλλο. Τόχε πάρει απάνου του αποτότε ο Λίακας.
Τότε έτσι αφτός πεθαίνει. 470 Μα άρχισε απάνου του σφαγή σκυλήσα πεισματάρα των Τρώων και των Αχαιών, και χοίμιξαν σα λύκοι ένας να φάει τον άλλονε, κι' άντρας κοπάνιζε άντρα.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια Θέλω να στρώνω στοιβανιές κι' απάνου να πλαγιάζω, Ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι. Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια, Θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι. Θέλω ν' ακούω τριγύρω μου πεύκα κι' οξιές να σκούζουν Θέλω να περπατώ 'γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια, Θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.
Έτσι σαν είπαν δέηση κριθάρι πασπαλώντας, πρώτα σηκώνουν των βοδιών τις κεφαλές, τα σφάζουν, τα γδέρνουν, κόβουν τα νεφρά, και τα διπλοτυλίγουν 460 με σκέπη, και τα συγυρνάν μ' από παντού κομμάτια. Κι' απάνου ο γέρος τάκαιγε σε σκίζες περιχώντας ξανθό κρασί· κι' οι νιοι κοντά πεντόσουγλα κρατούσαν.
Κι' οι Δαναοί, θωρώντας τον πως έφεβγε απ' τη μάχη, 440 πιο ορμούν απάνου στους οχτρούς και ξαναβρίσκουν θάρρος.
Βούτηξε τότες στο γιαλό τ' όμορφο φως του ήλιου, 485 σκοτάδι απάνου σέρνοντας στη γης την καρποδότρα. Κι' έδυσε ο ήλιος άθελα των Τρώων, μα οι Αργίτες με πόθο μ' αναγάλλιαση τη σκοτεινή είδαν νύχτα. Τότε ο λεβέντης Έχτορας με το στρατό απ' τα πλοία τραβάει, και κάνει συντυχιά κοντά στο χόχλιο ρέμα, 490 σε λόφο απ' όθες φαίνονταν ως πέρα ο κάμπος όλος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν