United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περιμένω τους βοσκούς, όπου είνε έφθασαν, είπεν ο Αϊχαραλαμπίτης ιερεύς· άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν απ' αυτούς να σε συντροφέψη γι' απάνου... — Ευλόγησον, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει διακαώς μέσα του.

Τότε άρπαξε με τη γερή χερούκλα το μπροστήθι και τράβαε, κι' έπεσε όλο του ως πέρα, και του κάστρου άνοιξε δρόμο σε πολλούς γυμνώνοντάς του απάνου.

Κι' οι διο σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, 850 πρώτος ο Άρης τίναξε το κοφτερό κοντάρι ψηλά, έτσι απάνου απ' το ζυγό και των φαριών τα γέμια, τι του διψούσε τη ζωή· όμως του Δία η κόρη το πήρε με το χέρι της και τόστειλε από πάνου απ' το κουτί, να πάει μακριά να πέσει στα χαμένα.

Καληώρα όπως εμείς τόρα, έτυχε να διαβαίνη κείνη την ώρα τη δεμοσιά ο Μπέης της Αρκαδίας, ερχάμενος από το Μαραθονήσι και πηγαινάμενος στην Τριπολιτσά. Μες την ώρα, εγλυκολάλειε η φλογέρα τ' Αργύρη στο Βαθυλάκωμα απάνου κι άκουσε ο Τουρκάλας διαβαίνοντας το γλυκολάλημα της φλογέρας δωκάτου, που απαλό, τρυφερό στην πρωινή σιγαλεριά μέσα, ακουότανε στη δεμοσιά το βαθιό του ταντίφωνο.

Το ζερβί χέρι της έλειπε· μα τ' ανασήκωμα του νώμου έδειχνε πως κάτι κρατούσε και σε κάποιον το πρόσφερνε με κίνημα προσταγής. Το δεξί στηριζότανε απάνου σε σπαθί που έλειπε η λεπίδα του. Ένα κομμάτι χούφτας κρατούσαν μόνον τα δάχτυλά της. — Η Αρετούσα είνε! εφώναξε με θαυμασμό ο Μπαλαούρας, μόλις το είδε ολόρθο.

Ενώνει το κομμάτι με το ξίφος στο μέρος που ήτανε τσακισμένο: μόλις που μπορούσε να διακρίνη το ίχνος του τσακίσματος. Τόσο καλά εφαρμόζανε! Τότε ώρμησε κατ' απάνου στον Τριστάνο και στριφογυρίζοντας γύρω από το κεφάλι του πληγωμένου το μεγάλο σπαθί, του φώναξε: «Είσαι ο Τριστάνος του Λοοννουά, ο φονηάς του Μόρχολτ, του αγαπημένου μου θείου. Πέθανε λοιπόν τώρα και συ με τη σειρά σου!

Και τη βρήκε στον πύργο απάνου με πολλές τριγύρω παρακόρες, και με το χέρι την τραβάει οχ τ' αραχνιό φουστάνι, 385 όμια με μια παλαιϊκιά γηριά μαλλοτεχνίτρα, που τα πολύτιμα μαλλιά τής δούλεβε σαν είταν στον τόπο της, και πιο πολύ την αγαπούσε απ' όλες· όμια μ' αφτή, της μίλησε η ρόδινη Αφροδίτη «Έλα, κι' ο Πάρης σε ζητάει στον πύργο να γυρίσεις. 390 Αχ στολισμένο α θε τον δεις απ' ομορφιά πώς λάμπει μες το γιατάκι, απάνου εκεί στο τορνεφτό κρεβάτι!

Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα. Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα.

Η γλώσσα του έργου σας, και στη γραμματική της και στο ύφος, μας θυμίζει πως ο γραφτός λόγος ωρισμένων πεζογράφων μας και από τους πιο καλούς προτού να χτιστή γενικά και τελειωτικά απάνου στα θεμέλια της δημοτικής γλώσσας, και προτού ξεκολλήση ολότελα από τη σκλαβιά της καθαρεύουσας, έχει να περάση ακόμα για καιρό δρόμους και σταθμούς.

Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, οπού συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ώμους τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαοιοκομμένους βράχους. Εδώ θυμώνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών. Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.