Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Πλήθος αυλάκια αφρόδροσα, οπ' έρχονται από τα κεφαλόβρυσ' απάνου κι οπ' αυλακώνουν εδώ κ' εκεί ολούθε τα πλάγια εκείνα, ξύπναγαν στα πατήματα του λιθοφορτωμένου κόσμου και με τα τρυφερά τους μουρμουρητά έλεγες ότι τόνα ρωτάει τάλλο, νυσταγμένο το μαύρο ακόμα, για το ξαφνικό εκείνο και παράωρο ποδοβολητό του λαού.

Τούνιωσε τότε η αντρικιά καρδιάκαι τούρθε σύγκριατο θεϊκό το δάχτυλο, πως κάθε μάχης τέχνη 120 του χάλναε ο Δίας κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν. Τότε έτσι ο Αίας κώλωσε οχ τα κοντάρια πίσω, κι' εκείνοι ακούραστη φωτιά στο σπαθωτό καθίζουν σκαφί· και φλόγα απάνου εφτύς του χύθηκε ρημάχτρα. Σαν έτσι τότρωγε η φωτιά.

Χρόνια διακόσια κοιμάται απόξω ο καλόγερος που το ζωγράφισεχρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια. Στον κόρφο του βουνού είν' ένα κάτασπρο εκκλησάκι. Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή! Απάνω στης λιλά μολόχες, απάνου στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθανέφυγαν. Η γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ' τον πλάτανο.

Κι' ο γέρος ζύγωσε κοντά και τον ξυπνάει κλωτσώντας με το ποδάρι, κι' ανοιχτά τον μάλωσε έτσι κι' είπε «Ξύπνα! τι οργή ψοφολογάς, γιε του Τυδιά, όλη νύχτα; Ή δεν ακούς που κάθουνται σιμά οι οχτροί στα πλοία, 160 μόλις πια λίγα βήματα, στο καμποβούνι απάνου

Μα δε μας δείχνεται ονειροπλέκοντας απάνου στη χίμαιρα της τέχνης Συχνά πυκνά ακούμε πως κερδίζει από την τέχνη της· και σα να θέλη να μας πη πως πάντα κέρδος έχει ο δουλευτής, πως ο χαμένος είναι πάντα ο αργός κι ο χαύνος. Η Μαρία Μύρτου είναι από τους τόσο σπάνια ευτυχισμένους τεχνίτες που δε βρίσκονται σε πόλεμο με τον κόσμο για τη τέχνη τους.

Ω ευλογημένο χεράκι, που μου 'δωσες τέτοια συγκίνηση. Και πριν η κόρη προφτάση ν' αντιληφθή το κίνημά του, ο Δημητράκης άδραξε το χέρι της και το κόλλησε στα χείλη του. — Ευλογημένο κι αγιασμένο χεράκι· είπε κυττάζοντάς την με ταπείνωση και λατρεία σα νάβλεπε εικόνισμα. Εκείνη έσυρε το χέρι της βιαστικά και χαμήλωσε τα μάτια της κατακόκκινη. Πρώτη φορά ένοιωθε του Δημητράκη τα χείλη απάνου της.

Ζυγώνει ο Ρουφίνος να τους μιλήση και να τους καλοπιάση για να τους έχη μαζί του ανίσως και ταίριαζε να σκαλώση στο θρόνο, και κει απάνου του μπήγουνε μερικές σπαθιές, και πέφτει χάμω νεκρός. Πήρε τότες το κεφάλι του ο όχλος και τόσερνε μέσα στους δρόμους.

Οι παλληκαράδες δοκίμαζαν να σηκώσουν απάνου χοντρά χάλαρα, θεμέλια ποιος ξέρει τίνων σπιτιών, και πλάκες θεριωμένες, σκεπάσματα τις ξέρει ποιανών πεθαμένων.

Φιδωτό το ποτάμι, στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζοδρόμος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.

Ανακατεύεται τόσο πολύ στα πράγματα του κόσμου τούτου, είπε ο Μαρτίνος, που μπορεί πολύ καλά νάναι μέσα μου, όπως και παντού αλλού· αλλά σας ομολογώ, πως ρίχνοντας το βλέμμα μου απάνου σ' αυτή τη σφαίρα ή καλύτερα τη σφαιρίτσα, σκέπτομαι, πως ο Θεός την εγκατάλειψε όλην σε κάποιο πνεύμα κακοποιό, εξόν από το Ελδοράδο.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν