Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Χάμου τ' Ατρέα εφτύς κι' ο γιος τους Αχαιούς καθίζει, κάθεται κι' η θεά Αθηνά κι' ο Αργυροδοξάρης — παρόμιοι μ' όρνια αρπαχτικά — στην τρανοκόρμα απάνου του βροντορήχτη Δία οξά, και χαίρουνταν θωρώντας 60 τους άντρες πούτανε πυκνές αράδες καθισμένοι, απ' όπλα, κράνα χάλκινα κι' ασπίδες δασωμένοι.
Οι άντρες δεν εκαβαλίκεψαν. Ένας απ' αυτούς, ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ' αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε. Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες, — τη νιόνυφη και τη δασκάλα, — κι ο αγωγιάτης, που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ' έμνησκε πίσω πίσω.
Ψηλός και λιγνός, με μάτια αετού, ολόρθο κορμί, μακριά ξανθόμαλλα, μουστάκι ψαρό και περήφανα κατ' απάνου στριμένο. Ολοζώντανη σουλιώτικη λεβεντιά. Στεφανωμένος με παρόμοια Σουλιώτισσα, φυσικό ήτο ν' αποχτήση και γιόν τέτοιο, παλληκαρά. Την ώρα εκείν’ η γυναίκα του είχεν αποκουβαλήσει τα στερνά σακκιά του ρυζιού από τον οβορό στο κατώγι και πήρε να ποτίση στον ποταμό τ' άλογο.
Μέσα σκουριάζουν άπλυτα τα πολύφωτα κι' οι κηροστάτες, μουχλιάζουν η εικόνες, ιδρώνουν νοτιά οι τοίχοι κι' οι μεσανοί οι στύλοι, παγώνει το λάδι στα σβυστά ασημοκάντηλα και τα δισκοπότηρα μένουν δίχως μεταλαβιά απάνου στην Προσκομιδή και στην Άγια Τράπεζα. Ξέρεις το μυρολόι της Πόλης, όταν την έπαιρνε ο Τούρκος.
Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο; Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα.
Σου τεριάζει, 70 δε σούναι ατέριαστο· κρασί γιομάτες σου οι καλύβες, που πάσα μέρα οι Δαναοί σού κουβαλούν με πλοία απάνου στον πλατύ γιαλό απ' αντικρύ οχ τη Θράκη. Έχεις του κόσμου τ' αγαθά, τι τόσο ορίζεις πλήθος.
Μες εκεί που ολομόναχο στενό και δυσέβρετο μονοπάτι φέρνει, από τα χρόνια εκείνα της παλληκαριάς και του πολέμου, από το ποτάμι στο Κακοσούλι απάνου, κι οπού τ' ανέβαιναν τότες η Σουλιώτισσες ζαλικωμένες με βαρέλες νερό και τραγουδώντας. Το σκοτάδι πίσσα περίγυρα. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του τ' άσπρο ρέμμα του ποταμού που μούγγριζε σα να τον φοβέριζε να τον καταπιή.
Άνθρωποι του Παλατιού μας σήμερα θα διαλαλήσουν 'Σ το λαό τον ορισμό μου. Ας ερθούν τα παλληκάρια, Ένας το νερό ν' αρχίση το χτιστό, το Κάστρο ο άλλος. Κι' αύριο ως που να γείρη ο ήλιος, πρώτος όποιος τους σκολάση Ταίρι σου να γίνη εκείνος Άρχεψαν τα παλληκάρια. Κείνος πώχτιζε το Κάστρον, ως το μεσημέρι απάνου Έτοιμα, πελεκημένα αράδιασε τα μάρμαρά του. Μάρμαρα βαριοκομμένα, χάλαρα θεόρατα.
Έπειτα σηκώθη απάνου ο Πάρης, 354 της ροδοζύμωτης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. 355 Αφτός γυρνάει και τ' απαντά διο φτερωμένα λόγια «Αντήνορα, όσα τώρα λες δεν είναι φίλου λόγια· σου ξέρει κι' άλλη πιο καλή να κόψει ο νους σου γνώμη.
&Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος τραβάνε για τις αχτές της Αγγλίας. Τι βλέπουν εκεί.& — Αχ! Παγγλώσση! Παγγλώσση! Αχ! Μαρτίνιε, Μαρτίνε! Αχ! αγαπημένη μου Κυνεγόνδη! Τι είναι αυτός ο κόσμος; λέγει ο Αγαθούλης απάνου στο ολλανδικό καράβι. — Κάτι τρελό κι' απαίσιο, απαντούσε ο Μαρτίνος. — Γνωρίζετε την Αγγλία; Είναι κ' εκεί έτσι τρελοί, όπως στη Γαλλία; — Άλλου είδους τρελοί, είπε ο Μαρτίνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν