Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Άφτε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος, καϋμένε . . . . Μην τώχεις μικρό πράμμα . . . . Ποιος ξέρει αν έπαθε και τίποτα. . . . Μου κάνεις τη χάρι, Παγώνα μου, να πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να ιδούμε, μην είνε πουθενά; — Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμος ο νέος.

Άλλοι εχαμογέλασαν και άλλοι εμπαιζογελούσαν μαζί του. Ωστόσο ο Λίακας κάθεται για να φάη καλά, να πάρη απάνου του· κάθεται για να πιη, να γίνη σκνίπα. Ν' αντρειωθή κιόλα με το κρασάκι το βλογημένο. Ναρματωθή κιόλα, να πάη στο ξάγναντο, να πηδήση την ποριά, να μπη στο περιβόλι που θα ήταν το στοιχειό, να το βγάλη σε σβίδο.

Είπε, κι' αφτός τους παραγιούς προστάζει και τις σκλάβες στο λιακωτό να βάλουνε κλινάρι, και να στρώσουν όμορφα κόκκινα χαλιά, ν' απλώσουν αντρομίδες, 645 κι' απάνου σκέπασμα σγουρές να βάλουνε φλοκάτες. Κι' έβγαιναν απ' τη σάλα αφτές στα χέρια φως κρατώντας, κι' αμέσωςκάνοντας γοργάτους στρώνουν διο κλινάρια.

Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..

Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον.

Ελουζόταν κ' ερόδιζε το νερό από τα ροδομάγουλά του, κ' έλαμπε η σπηλιά από το καμάρι του, κ' εζήλεβαν οι Νεράιδες το λεβέντικό του αντρόσταμα. Σκάλωνε ύστερα στο βράχο απάνου, έγερν' εκεί, και στην πρώτη αντήλια οπάστραφτε κάτου στη νεροσυρμή, έσμιγαν τ' Αργύρη τα χείλη τη φλογέρα. Εγέλαε όλος ο κάμπος πέρα το τραγούδι του, κ' εζήλεβαν τα πουλάκια, κ' εφτεράκαε ζηλόφτονο ταηδόνι.

Κι ο Λίακας αντρειωμένος, θάβγανε στο σβίδο το στοιχειό, θα πάλεβε να το νικήση, θανέβαινε απάνου στη συκιά, να κόψη σύκα να φάη, να φέρη και στους χωριανούς. Οι χωριανοί, άλλοι εχαμογέλασαν κι άλλοι εμπαιζογελούσαν. Μα οι πλιότεροι τον εκαμάρωναν με θαμασμό, κ' εμεγάλωνε στα θαμπωμένα μάτια τους ο Λίακας, κ' εφάνταζε αληθινά αντρειωμένος. Ωστόσο πολλοί εφουρκίστηκαν με τον παλιοκαφχησάρη.

Κι' όσο το Φαίστο οι Κρητικοί γυμνώνανε, ο Μενέλας καρφώνει με το μυτερό κοντάρι το Σκαμάντρη, του Στρόφη γιο, που γύριζε τα δάση για κυνήγι, 50 παράξο κυνηγό, επειδής η Άρτεμη έτσι ατή της τον είχε μάθει να χτυπάει κάθε λογής αγρίμι π' απάνου θρέφει στα βουνά ο δεντρωμένος λόγγος.

Είπε και ρήχνει, μα χωρίς σκοπό ναν τον βαρέσει. Και τ' όπλου η μύτη πέρασε δεξά απ' τον ώμο απάνου, και μέσα μπήχτηκε στη γης· κι' εκείνος ξαφνιασμένος στέκει, του φόβου πράσινος, παντού ριγοκοπώντας, και μες στο στόμα του άκουγες τα δόντια που χτυπούσαν. 375 Τότες λαχανιασμένοι οι διο τον φτάνουν, και τα χέρια του πιάνουν.

Φιδωτό το ποτάμι στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζόδρομος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν