Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Κοιτάξτε, πώς ο Πρόμαχος σφαμένος σάς κοιμάται, που τ' αδερφού μου αξώφλητος καιρό δα να μη μένει ο σκοτωμός εδώ. Για αφτό και συγγενή ν' αφίσει πίσω περικαλάει κανείς, λαχτάρας ξεχρεώστη485 Έτσι είπε, και τους Αχαιούς σκυλιάζει η παινεσά του, μα απ' όλους πιότερο η χολή ταράχτη του Πηνέλα κι' όρμησε εφτύς απάνου του.

Πιάνονταν τότε οι χωριανοί για τες βοσκές απάνου, για τα βουνά, κ' είχαν χωριστή σε δύο μερίδες, 'ςτούς καποτορραφτάδες, οπού δεν έχουν πρόβατα κι οπού γύρευαν πλερωμή για τα βοσκοτόπια του Γαλαρόκαμπου, και 'ςτούς προβατάρηδες οπούθελαν να βόσκουν τα κοπάδια τους ανέξοδα 'ςτά βουνά. Κ' είχαν έρθη σε μεγάλους καυγάδες η δυο τούτες μερίδες αναμεταξύ τους.

Να, σούγινε απ' το Δία η χάρη έτσι απαράλλαχτα σαν που τα χέρια απάνου 75 σήκωσες πριν και δέουσουν, να στρυμωχτούν στα πλοία μ' άσκημα χάλια οι Δαναοί και να σε κράζουν όλοι

Ζερβά η λίμνη ατάραχη, απλωτερή, ολόστρωτη και μακρουλή, με το χαϊδεμμένο κι ακριβό νησάκι της μες τη μέση και με τον καλαμιώνα περίγυρα, καθρεφτίζει στα βάθη της, σα να σφίγγη απάνου στα στήθη της ερωτικά τον γαλανόν ουρανό και τ' αντίπερα καμαρωμένο βουνό της. Κάπου κάπου οργώνει τα νερά της κανένα καϊκάκι.

ΚΑΛΙΜΠ. Αλήθεια· εγώ σ' είδα μέσα στο φεγγάρι, και σε λατρεύω· η κυρά μου μού 'δειξε που ήσουν με το σκυλί σου, και με το βάτο σου. ΣΤΕΦΑΝ. Κόπιασε, ορκίσου απάνου σ' αυτό· φίλησε το βιβλίο· σε λίγο το προικίζω με καινούρια γράμματα· ορκίσου. ΤΡΙΝΚ. Μα τούτο το φως, αυτό είν' ένα κουτό τέρας. Εγώ να το σκιάζωμαι; ένα τιποτένιο τέρας· ο άνθρωπος μέσα στο φεγγάρι; — ένα τέρας, που τα καταπίνει όλα.

Ζερβά η λίμνη ατάραγη, απλωτερή, ολόστρωτη και μακρουλή, με το χαϊδεμμένο κι ακριβό νησάκι της μες τη μέση και με τον καλαμιώνα περίγυρα, καθρεφτίζει στα βάθη της, σα να σφίγγη απάνου στα στήθη της ερωτικά τον γαλανόν ουρανό και τ' αντίπερα καμαρωμένο βουνό της. Κάπου κάπου οργώνει τα νερά της κανένα καϊκάκι.

Φούσκωσα τότενες, Λάμπρο. «Τσώπα, μωρέ βρωμόσκυλλε, του κρένω, γιατί σου τρώω το κεφάλι». Ο αγάς πιάστηκε από το μαρτίνι του. Εγώ άρματα δεν είχ' απάνου μου άλλ’ από το σουγιά και τα καληγοσφύρια των αλόγων. Χύνουμαι ίσ' απάνου του, τ' αρπάζω το τουφέκι από τα χέρια και φωτιά τώχω. Μες το ριζάφτι τον πήρε. Έμπηξε μια δυνατή φωνή κ' έγηρε κάτου από τ' άλογο.

Και στην καλύβα του κοντά τον ήβρε και στο πλοίο σε στρώμα απάνου μαλακό, κι' ήταν σιμά του χάμου 75 η πλουμιστή του αρματωσάασπίδα, διο κοντάρια, περκεφαλαία αστραφτερήσιμά 'τανε κι' η ζώνη, όλη στολίδια, πούζωνε ο γέρος σα φορούσε τα χάλκινα άρματα να βγει στον πόλεμο, οδηγώντας τους λόχους, τι από γερατιά δεν ίδρωνε τ' αφτί του.

Γύρισε τότες κι' έκραξε προς το στρατό των Τρώων να μπούνε απάνου απ' το τειχί· κι' εκείνοι ακούν το λόγο, κι' άλλοι από πάνου μονομιάς πηδούσαν, άλλοι πάλι χύνουνταν μέσα απ' τη μπασιά. Σκορπούν τότε οι Αργίτες 470 κατά τα πλοία εδώ κι' εκεί, και γόνα πήγε ο κρότος.

Να ξενυχτίσουμε 'ςτο χάνι δεν ειμπορούσαμε, γιατί τα πράμματα ήθελαν θροφή και 'ςτο χάνι θροφή δεν ήτον. — Απάνουτου μοναστηριού τα σιάδια θα βγούμε νάβρουμε βοσκή, λέει ο Πολιάνος. Βγήκαμε και 'ςτου μοναστηριού τα σιάδια με το σουρούπωμα. Εδώ μας εύρηκε κ' η νύχτα. Κονέψαμε. Στα κράκουρα κατάψηλα. Στην κορφή τ' ανήφορα. Είχαμε μπροστά τα Χαλάσματα.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν