Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Και πρώτα πρώτα ο Έχτορας ακόντισε με τ' όπλο τον Αία, εκεί ίσα απάνου του π' ορμούσε, και τον ήβρε οπούναι ομπρός τα διο λουριά στο στήθος τεντωμένα, τόνα αργυρόκαρφου σπαθιού και της ασπίδας τ' άλλο. 405 Αφτά τ' αφράτο τούσωσαν κορμί. Και του Πριάμου τότες ο γιος λυπήθηκε που το γοργό κοντάρι πήγε άδικα οχ το χέρι του, και πίσω στων συντρόφων γυρνάει τους λόχους μην του βγει λαχτάρα στο κεφάλι.
Και τρέχει ομπρός απ' τη γραμμή των καλυβιών και πλοίων, 220 και με τη χέρα τη βαριά βαστούσε τη φλοκάτα, μεγάλη κοκκινόβαφη, και πήγε στάθη απάνου στο μελανό φαρδόσκαφο καράβι του Δυσσέα, πούταν στη μέση για ν' ακούν καλά απ' τα διο τα μέρη. 223 Χούγιαξε εκείθες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 227 «Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, φανταχτεροί ζορμπάδες!
Εγώ νέα ήθελα, πάντοτε νέα, με ακμή και δύναμη και τελειότητα πάντοτε, τόμο απάνου 'ς τον τόμο που να έχη ένα σκοπό, να εξυπηρετή μίαν ιδέα, ν' αποτυπώνη πιστά και καθαρά και μεγάλα μίαν εποχή ολάκερη. Ο σημερινός έλλην καλλιτέχνης, σε όποιον κλάδο και αν ανήκη, βρίσκεται πάντα μέσα σε θησαυρόν ατελείωτο και δεν χρειάζεται παρά να σκύψη για να γεμίση τους κόρφους του.
Τ' απόγιομα εκείνο, μόλις προσπέρασα το κατώφλι της αυλόπορτας του Ζώη τ' Αζώηρου κ' ηύρα τους συνετισμένους μουστερίδες του, τους γερόντους κι αρβανιτάδες, συμμαζωγμένους 'ς ένα μπάγγο, απανωτούς, με καρφωμένα και μάτια και νουν απάνου σε μιαν εικόνα, που βαστούσε καταμεσής ο Ζώης 'ςτα χέρια του. Ούτε μ' ένοιωσαν όταν εμπήκα. Τους εσίμωσα κ' ετήραξα κ' εγώ την εικόνα.
Παρέκει τον Τληπόλεμο, άντρα τρανό λεβέντη, και γιο του Ηρακλή, η σκληρή τον στέλνει μοίρα απάνου στο Σαρπηδό που με θεούς να μετρηθεί μπορούσε.
Πώς φαίνεται οχ το πέλαγο σε λαμνοκόπους λάμψη 375 φωτιάς που καίει, και καίει ομπρός σε προβατήσα στρούγγα σ' όρος ψηλά, ενώ άνεμος τους νάφτες στανιοσπρώχνει στα στήθια απάνου στου γιαλού αλάργα απ' τους δικούς τους· έτσι έφτανε ως στον ουρανό κι' η λάμψη οχ την ασπίδα τη λαμπροσκάλιστη. Έπειτα το κράνος βαριασκώνει 380 και το φοράει στην κεφαλή.
Και με το σχήμα του το τριγωνικό μοιάζει τη νύχτα, με τ' αναμμένα τα φώτα, σα μέγα πολυκάντυλο το χωριό μας. Βγήκανε στην κορφή απάνου. Εδώ σώνεται ο ανήφορος, κι ανοίγονται στρωτά σάδια και πλαγιές. Συμπυκνωμένο εδώ το πλήθος σωρούς σωρούς, μαύριζε τα σάδια και τες πλαγιές. Ως πούρθαν κ' οι δημογέροντες με τα βιολιά.
Ήταν έτοιμος να ρίξη τ' άρματα, έτοιμος να μολογήση την κακογνωμιά του και να ζητήση συμπάθειο· έτοιμος ν' απλώση χέρι στο έλεός μου. Μα τη γλύτωσε. Ήρθε στα χείλη του γκρεμού κι αντί να πέση μέσα ψήλωσε στα μεσούρανα. Πλούτη, δόξα, τιμές σωριάστηκαν απάνου σ' αυτόν τον κάβουρα!
Γερμένα τα δέντρα πάνω στο νησί, φωτολουσμένα κι αφτά κάτω από τα λαμπρό φεγγάρι, εκρέμαγαν φανταχτερές πλεξούδες τα κλωνάρια τους απάνου στου γιαλού τακίνητα τα πλάτια, κ' εμάκρεναν τους πυκνωμένους ίσκιους τους κάτω στην ασημένια πλάκα. Εχάιδεβαν τα ολόγλυκα αργυρόφωτα τις ρειπωμένες τάπιες του Χαλασμένου κάστρου πάνω στο νησί· εξέκοβαν, εξέσερναν κάτω μαλακά, στα σωριασμένα πάνω τα χαλάσματα.
Μα εκεί που γύριζε, να! ο γιος του Τελαμώνα ο Αίας μια πέτρα — που πολλές εκεί των καραβιών στηρίδια 410 μπροστά είταν σκόρπιες στων αντρών τα πόδια — μιά από δάφτες σηκώνει, κι' έτσι πρόσλαιμα απάνου απ' την ασπίδα τόνε βαράει, στα στήθια ομπρός, μια πέτρα που σα σφαίρα του πέταξε ίσα απάνου του στριφογυρίζοντάς την.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν