Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Κι' οι αμαξάδες σάστισαν, σαν είδαν πως η φλόγα 225 αδάμαστη τρομαχτικά στην κόμη του από πάνου πήδαε· κι' η κόρη του Διός τη φούντωνε η Παλλάδα. Τρεις άγρια χούγιαξε φορές απάνου απ' το χαντάκι, και τρεις κουβάρια γίνηκαν και Τρώες και συμμάχοι. Τότες και δώδεκα αρχηγοί σκοτώθηκαν απ' όπλα 230 κι' από δικές τους άμαξες.
Μα όταν μιας σμίξανε οι θεοί τ' αθρώπινα κοπάδια, ξεσπά η Αμάχη ανήμερη, χουγιάζει κι' η Παλλάδα, πότε όρθια απ' όξω απ' το τειχί και το σκαφτό χαντάκι, πότε μακρόσκουζε κοντά στ' αφρόδαρτα ακρογιάλια· 50 κι' έσκουζε ο Άρης αντικρύ σα σίφουνας στους Τρώες άγρια οχ του κάστρου την κορφή, και πότε πιλαλούσε κοντά στο ρέμα πίσω ομπρός στ' Ωριοκολλώνι απάνου.
Τι μπορούσε, άξιε Σεβαστιανέ; — Ω! τι μπορούσε! — φθάνει· — και όμως, θαρρώ, στο πρόσωπό σου βλέπω το τι έπρεπε νάσαι· η ευκαιρία σου μιλεί· η δυνατή φαντασία μου θωράει μία κορώνα, η οποία κατεβαίνει απάνου στην κεφαλή σου. ΣΕΒΑΣΤ. Τι; είσαι έξυπνος; ΑΝΤΩΝ. Δεν μ' ακούς που μιλώ; ΣΕΒΑΣΤ. Σ' ακούω· και βέβαια είναι μια αποκοιμημένη ομιλία, και συ μιλείς εις τον ύπνο σου.
Μαζί με τους άλλους κ' οι Αρειανοί της Έδεσας, με το να είχαν κάμει κι αυτοί μερικές αταξίες. Τους άρπαξε ο Ιουλιανός χρήματα και χτήματα· άλλα μοίρασε στους στρατιώτες του, κι άλλα δήμεψε, λέγοντας περιπαιχτικά πως τώρα θαπολάψουν την ουράνια τη βασιλεία. Σε τέτοια βράση απάνου παράξενο δεν είναι που πήραν οι φίλοι του τον κατήφορο.
Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή.
Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάσθηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα,... πούνε ο Λάμπρος;
Οι παλληκαράδες δοκίμαζαν να σηκώσουν απάνου χοντρά χάλαρα, θεμέλια ποιος ξέρει τίνων σπιτιών, και πλάκες θεριωμένες, σκεπάσματα τις ξέρει ποιανών πεθαμένων.
Στην αρχή ώκνευαν· κάποτε γύρισαν να ιδούνε πίσω τους. Έπειτ' αγνάντεψαν ψηλά το διάσελο· τάχυναν το βήμα τους. Το σκυλί γαύγισε πάλι πρόσχαρα, τσαλαπάτησε τα χαμοκλάδια, πήρε πηλαλώντας τον ανήφορο. Τα πουλιά ξανάρχισαν το λάλημα. Τ' ασήμια της λυγερής γέλασαν απάνου της. Η Μητροκούλενα έβαλε το χέρι στα μάτια να ρίξη το φως τους στη διαβάτισσα χαρά.
Κι' ένας, απ' όλους πλιο τρανός και απ' όλους λογισμένος, Που γέρνει απάνου 'ςτο ραβδί, στερνός απ' όλους λέγει Για την τσοπάνικη ζωή, κι' όλο τους ορμηνεύει Για τη βοσκή, για τ' άρμεγμα, για της ερμιάς τ' αγρίμι, Για το μαντρί, για σάλογον, για στάλισμα, για σκάρον. Για γέννον και για βύζαμα και για τον έρμον κούρο.
Ότι επρωτώρθες, μ' εχάιδεψες και με στοχάσθηκες πολύ· μου έδινες νερό με μούρες μέσα· και μου έδειχνες πώς να λέω το φως το μεγάλο, και πώς το μικρότερο, που καίνε την ημέρα και τη νύκτα· και τότε εγώ σ' αγάπησα, και σου εφανέρωσα όλα τα ιδιώματα του νησιού· τες γλυκές βρύσες, τα γλυφά πηγάδια, τους τόπους τους άκαρπους και τους καρπερούς· ανάθεμά με που έπραξα έτσι! — Τα μάγια όλα της Συκόρακας, ζάμπες, κανδηλοσβύστες, νυκτερίδες, απάνου σας να πέσουν! γιατί απ' όσους έχετε υπηκόους εγώ είμαι, που πρώτα ήμουν του εαυτού μου βασιλέας· και σεις με κλείτε γουρούνι μέσα σε τούτον τον άγριο βράχο, και μου κρατείτε το επίλοιπο νησί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν