United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει ακόμα να παρατηρήσομε, πως ίσαμε σήμερα, αυτή η αρρώστεια είναι ξεχωριστά της δικής μας ηπείρου, όπως οι θεολογικοί καυγάδες. Οι Τούρκοι, οι Ινδοί, οι Πέρσες, οι Κινέζοι, οι Σιαμαίοι, οι Γιαπωνέζοι δεν την γνωρίζουν ακόμα· αλλ' υπάρχει αποχρών λόγος να τη γνωρίσουν κι' αυτοί σε μερικούς αιώνες.

Όμως, ξαφνικά θε ν' αρπαχτούμε την ημέρα την εσχάτη κι' ίσαμε να κλείση ανθρώπου μάτι, άυλα τα κορμιά σας θα βρεθούνε· οι Πιστοί θα τυλιχτούνε μέσ' στα σύννεφα, και εις τους ουρανούς ωσάν τους ταξειδιάρικους τους γερανούς κοπάδι θε να τρέχωμε, για να προϋπαντήσωμε με ψαλμωδίες τον Κριτή. Σπρώξτε την απ' εδώ. . . Οι Στρατιώτες σπρώχνουν την Προφήτισσα και την βγάζουν από κει πούρθε.

Αλλά το έργο του είναι στραβό απ' την αρχή ίσαμε το τέλος κι όχι από την άποψη της ηθικής, αλλά της τέχνης. Από την ηθική μεριά είναι ακριβώς ό,τι έπρεπε να ήταν. Ο συγγραφεύς είναι τελείως ειλικρινής και περιγράφει τα πράματα απαράλλακτα όπως συμβαίνουν. Τι παραπάνω μπορεί να θέλη ένας ηθικολόγος; Δεν συμπαθούμε καθόλου την ηθική αγανάκτηση της εποχής μας κατά του κ. Zola.

Κρατύλος: Με βαθύτατη παρατηριτικότητα κ’ εύληπτη ανάλυση στον διάλογο τούτο εξετάζεται το πώς δημιουργήθηκε η γλώσσα, για το πώς πρέπει ν’ αποβλέπομε στη μουσική ετυμολογία των λέξεων και ίσαμε ποιο σημείο είναι δυνατόν να χειραφετηθή η σκέψη από τις ατέλειες της γλώσσας. Μετάφραση Κ. Ζάμπα.

Έπινε περισσότερο τώρα στο φαΐ κι όξω απ' το σπίτι. . . Όταν ήτονε σπίτι, έπεφτε σαν κουρασμένος και σκοτισμένος στην καρέκλα κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, με το πρόσωπο μες τόνα χέρι, ώρες ολόκληρες λες και περίμενε κάτι που αργούσε νάρθη Μα μέσ’ απ’ τα δάχτυλα του κύτταζε τη Λιόλια που καθότανε σε μιαν άκρη κι όλο κάτι έρραβε, σκυφτή κι αμίλητη, με βαρειά καρδιά: την κύτταζε αλλοιώτικα τώρα ο Νίκος, επίμονα, καυτερά τόσο που του στέγνωναν τα μάτια, σα ναντλούσε απ' τα βάθη του κορμιού του όλη τη λαύρα της νεότητός του και να της την έχυνε με τις ματιές του απάνω της να την κάψη . . δεν κύτταζαν πια τα νιάτα του την ομορφιά της, όπως πρώτα, παρά η σάρκα του η μαυρειδερή τη ροδινή της σάρκα . . και μόλις πούθελε κουνηθή λιγάκι η Λιόλια μες την κάμαρη, την κρυφαγκάλιαζαν κάτι γλήγορες ματιές που ξάστραφταν κ' έσβηναν σαν τις αχτίδες του ήλιου στον καθρέφτη που πιάνει τα πουλιά . . και κιτρίνιζε ο Νίκος και τα ρουθούνια τον φτεροκοπούσαν. . . Κ' η Λιόλια. χωρίς να βλέπη τις ματιές του, τις αισθανόταν απάνω της, σ’ όλο το κορμί της: εκεί που στεκόταν, ενόσω περπατούσε, κοκκίνιζε ως τις ρίζες των μαλλιών της, ίδρωνε, της βάραιναν τα βήματά της, η βελόνα της έτρεμε στο χέρι... Ένας αέρας της ψυχής βαρύς και πνιγερός, γεμάτος βαστηγμένον πόνο και πόθο και κρυφή φλόγα, περίζωνε αυτούς τους τρεις ανθρώπους που ζούσανε δεμένοι στης Μοίρας τους τις αλυσσίδες. . . Ο γιατρός, πούρθε πάλι μιαν απ’ αυτές τις μέρες, βρήκε τη Βεργινία πολύ χειρότερα: διάταξε να της δίνουν κάθε τόσο ζουμί από κρέας κοπανιστό βρασμένο στην μποτίλλια, να της βάζουνε ζεστές μποτίλλιες στα πόδια, έγραψε κάτι άσπρα χάπια μικρούτσικα για την καρδιά, να παίρνη τρία την ημέρα, είπε να πάρουν αιθέρα νάχουνε στο σπίτι, αν τύχη και πάθη καμμιά λιγοθυμιά. . να τη σκεπάζουν καλά και ναφήνουν το παράθυρο ανοιχτό ίσαμ’ που να πέση ο ήλιος . . να της βράσουν Κίνα με Βαλεριάνα να πίνη ταχτικά δυο φορές την ημέρα . . . Τι να της δώση-δεν είχε άλλο πια! Α, και για τη νύχτα, σαν του είπε ο Νίκος πως δεν την πιάνει ύπνος, γιατί ότι ώρα και αν ξυπνούσε αυτός την εύρισκε με τα μάτια της γαρίδα, έγραψε κάτι σκονάκια υπνωτικά «Σουλφονάλ», να παίρνη από ένα στις οχτώ η ώρα και τότε θα την παίρνη ο ύπνος κατά τις ένδεκα και θα κοιμάται ίσαμε το πρωί. . . «Ώλλ ράΐτ ! Καλή όρεξη ! αντιχαίρετεΈκανε τώρα κάτι μέρες χαρά Θεού!

Γιατί ο Ίδας, αγωνιστής του Δημοτικισμού κρατερός, στάθηκε πλάι στο «Νουμά», στήριγμα του ακριβό, σωστά δέκα χρόνια, από τα 1905, που πρωτοφάνηκε στις στήλες του με τη μελέτη του: «Στην Πόλη», ίσαμε τα 1915 πούβγαλε δικό του, καθαρά πολιτικό περιοδικό, την «Πολιτική Επιθεώρηση». Μα και την «Πολιτική Επιθεώρηση» σαν έβγαζε, δεν αποτραβήχτηκε από το «Νουμά». κι ας έπαψε να στολίζει τις στήλες του με τάρθρα του, μόνο του απόμεινε φίλος πιστός και υλικός ακόμα υποστηριχτής.

Άραγε να τον πέταξε κι αυτόν κανένας σαν τη Χλόη; Άραγε να τόνε βρήκε κι αυτόν ο Λάμωνας, όπως εγώ τη Χλόη; Άραγε να ήτανε κοντά του και σημάδια όμοια μ' εκείνα που βρήκα κ' εγώ; Αν είναι έτσι, ω αφέντη Πάνα κι αγαπημένες Νύμφες, χωρίς άλλο αυτός άμα βρη τους εδικούς του, θα βρη και κάτι από το μυστικό της Χλόης. Τέτοια στοχαζότανε μονάχος του κι ονειρευόταν ίσαμε τ' αλώνι του.

Ο Δάφνης όμως κ' η Χλόη εβασανίστηκαν πολύ ίσαμε τη νύχτα για να περιμαζεύουν τα γίδια και τα πρόβατα. Επειδή φοβισμένα από το λυκοτόμαρο και τρομαγμένα από τα γαυγίσματα των σκυλιών, άλλα σκαρφάλωσαν στα βράχια κι' άλλα έτρεξαν ίσαμε κάτου στη θάλασσα.

Ο Ίππασος όμως στέλνει το μαντάτορα στους Μιτυληνιούς, αν και ήτανε διορισμένος στρατηγός αυτεξούσιος· κι αυτός αφού ετέντωσε ίσαμε δέκα στάδια μακριά από τη Μέθυμνα, επρόσμενε τη διάτα από την πολιτεία. Κι άμα επεράσανε δυο ημέρες ήλθε ο μαντατοφόρος κ' έφερε μήνυμα να πάρη τ' αρπαγμένα και να γυρίση πίσω χωρίς να κάνη κανένα κακό.

Οι δικοί μου δεν βγήκαν σωστοί, οι δικοί σας βγήκαν. Αυτή είναι η μόνη διαφορά, σερ, μεταξύ μου και του επισκέπτη μου. Αλλά, σερ, θα σας πω κάτι, που σ' αυτό πέτυχα ίσαμε το τέλος. Αποφάσισα σ' όλη μου τη ζωή να κρατήσω τη στάση ενός τζέντλμαν και πάντα την κράτησα αυτή τη στάση. Ακόμα την κρατώ. Είναι συνήθεια σ' αυτόν τον τόπο οι κάτοικοι κάθε κελλιού να το σκουπίζουν με τη σειρά του ο καθένας.